Του Κώστα Ράπτη
Η Άγκυρα εμφανώς βιάζεται. Η Αθήνα, πάλι, όχι. Μοιάζει όμως να είναι η πρώτη που δίνει τον ρυθμό των εξελίξεων – με αρκετή ενθάρρυνση από σημαντικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Οι δύο διαδοχικές ημέρες ελληνοτουρκικών συνομιλιών στην Αθήνα στις αρχές της εβδομάδας, αρχικά στο πλαίσιο του 62ου γύρου διερευνητικών επαφών για το Αιγαίο και την επομένη στο αναβιωμένο σχήμα των “πολιτικών διαβουλεύσεων” των δύο πλευρών, στο επίπεδο γενικού γραμματέα – μόνιμου υπηρεσιακού υφυπουργού Εξωτερικών, το αποτύπωσαν αυτό χαρακτηριστικά, καθώς έληξαν με την προαναγγελία συνάντησης των υπουργών Νίκου Δένδια και Μεβλούτ Τσαβούσογλου, στην προοπτική, όπως επιμένει ο τελευταίος, προετοιμασίας μιας συνάντησης κορυφής Ερντογάν-Μητσοτάκη.
Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Αλέξανδρος Παπαϊωάννου χρειάστηκε πάντως, κατά την ενημέρωση των διπλωματικών συντακτών αυτή την εβδομάδα, να επιστρατεύσει την… τουρκομάθειά του προκειμένου να προειδοποιήσει τους επισπεύδοντες. “Γιαβάς-Γιαβάς. Πρώτα η συνάντηση των δύο υπουργών Εξωτερικών και στη συνέχεια βλέπουμε. Είναι νωρίς, νομίζω, ακόμη”, δήλωσε χαρακτηριστικά, ενώ και η κυβερνητική εκπρόσωπος, Αριστοτελία Πελώνη, εξίσου συγκρατημένα παρατήρησε: “Ο πρωθυπουργός έχει διαμηνύσει ότι επιθυμεί ανοιχτούς διαύλους και δεν είναι είδηση μια συνάντηση σε ανώτατο επίπεδο. Ας γίνει πρώτα η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών και εδώ είμαστε να το δούμε”.
Το θέμα, όμως, είναι ότι η τουρκική διπλωματία έχει κάθε λόγο να πλειοδοτεί σε φαινομενική “εποικοδομητικότητα”, καθώς η ερχόμενη εβδομάδα σημαδεύεται από το Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών των “27” τη Δευτέρα και τη Σύνοδο Κορυφής των Ευρωπαίων ηγετών την Πέμπτη και Παρασκευή, όπου είναι προγραμματισμένο να αξιολογηθεί η στάση της Τουρκίας και το μέλλον των σχέσεών της με την Ευρώπη.
Εξού και ο Νίκος Δένδιας απεδέχθη την πρόσκληση Τσαβούσογλου, με την υποσημείωση ότι “για να έχει νόημα μια τέτοια συνάντηση πρέπει να διεξαχθεί στο κατάλληλο κλίμα”, εννοώντας ασφαλώς την απουσία τουρκικών ενεργειών τις οποίες η Αθήνα κρίνει προκλητικές – πόσω μάλλον που μετά την ευρωπαϊκή σύνοδο η Άγκυρα δεν θα έχει και πολλούς λόγους να επιδείξει αυτοσυγκράτηση.
Εμμονή στη “θετική ατζέντα”
Ωστόσο, σύμφωνα με όσα ανέφερε το πρακτορείο Reuters προχθές, οι Βρυξέλλες βάζουν στο ράφι τις νέες κυρώσεις εις βάρος και άλλων ανώτατων στελεχών της Τουρκικής Κρατικής Εταιρείας Πετρελαίου (TPAO), τις οποίες είχαν αποφασίσει τον Δεκέμβριο να εξετάσουν στο ραντεβού αυτής της εβδομάδας. Με πρωταγωνίστρια τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, η οποία επιμένει στη “θετική ατζέντα” έναντι της Τουρκίας, Ευρωπαίοι ιθύνοντες ρίχνουν το βάρος τους στη “διπλωματική οδό”. Αυτή η γραμμή προφανώς εμπεδώθηκε στις αλλεπάλληλες ευρω-τουρκικές επαφές το προηγούμενο διάστημα (τις συνομιλίες του Μεβλούτ Τσαβούσογλου με τον Ύπατο Εκπρόσωπο Ζοζέπ Μπορέλ, καθώς και τη χθεσινή τηλεδιάσκεψη του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν με τους επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, και της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν), και αυτή πλαισιώνεται επικοινωνιακά με την προσωρινή παύση των τουρκικών θαλάσσιων ερευνών, την προετοιμασία της άτυπης πενταμερούς διάσκεψης του Απριλίου για το Κυπριακό, τη νεκρανάσταση των διερευνητικών και τώρα τις πολιτικές επαφές όλο και υψηλότερου επιπέδου.
Διλήμματα των Αθηνών
Η ελληνική πλευρά δεν έχει την πολυτέλεια να εμφανιστεί ως αδιάλλακτη και να μην εκμεταλλευτεί την κινητικότητα των ημερών, με την ελπίδα ότι, όπως και παλαιότερα, η αναγνώριση του Ερντογάν ως άμεσου συνομιλητή θα οδηγήσει σε αυτοσυγκράτησή του.
Όμως δεν μπορεί η Αθήνα παρά να θορυβείται από την επιθυμία της άλλης πλευράς να τη σύρει σε μια “διαπραγμάτευση-πακέτο”, όπου, εκτός από το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, θα τεθούν και αυτά του εύρους των ελληνικών χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου, των “γραμμών βάσης” της όποιας οριοθέτησης, δηλ. των λεγόμενων “γκρίζων ζωνών”, καθώς και της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου (με βάση μιαν ορισμένη ανάγνωση των Συνθηκών της Λωζάνης και του Μοντρέ), όπου η Άγκυρα στρέφει ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον της. Με άλλα λόγια, ανοιχτά νομικά ζητήματα συμφύρονται με στενά νοούμενα ζητήματα ελληνικής κυριαρχίας, ενώ η Άγκυρα βαραίνει συνεχώς το “καλάθι”, μετατοπίζοντας αντιστοίχως τη ρητορική της (από τις “αμφισβητούμενης κυριαρχίας” νησίδες, ακόμα και κατοικούμενες, σε “κατεχόμενες” από την ελληνική πλευρά τουρκικές νησίδες) αλλά και την επιχειρησιακή της τακτική (λ.χ. από τις παραβιάσεις εναέριου χώρου στις υπερπτήσεις).
Η ελληνική πλευρά γνωρίζει ότι η “δημιουργική ασάφεια” μόνο εις βάρος της μπορεί να επιλυθεί, καθώς το “καλάθι” περιλαμβάνει και κυριαρχικά δικαιώματα που δεν έχουν ασκηθεί, υπό τη δαμόκλειο σπάθη του τουρκικού casus belli (λ.χ. η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια), ή που δεν έχουν ακλόνητη νομική στήριξη (λ.χ. αναγνώριση πλήρους επήρειας στο σύμπλεγμα του Καστελόριζου για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας).
Τα ευρύτερα διεθνοπολιτικά συμφραζόμενα
Όλα αυτά θα πρέπει να ιδωθούν στα ευρύτερα διεθνοπολιτικά συμφραζόμενα του νέου ψυχρού πολέμου, όπου ο αποκλεισμός κάθε διαύλου συνεννόησης ΗΠΑ-Ρωσίας αντικειμενικά πιέζει τους Ευρωπαίους, με πρώτους τους Γερμανούς, ωθώντας τους σε κινήσεις προσεταιρισμού του Ερντογάν που θα τους προσφέρουν μεγαλύτερο χώρο ελιγμών. Από την άλλη πλευρά, το κλίμα αυτά αντικειμενικά αναβαθμίζει τη σημασία της Τουρκίας εντός του δυτικού στρατοπέδου, χρωματίζοντας τις αλληλοαναγνωριστικές κινήσεις στις οποίες αναμένεται να προβούν οι κυβερνήσεις Μπάιντεν και Ερντογάν με έναν συνδυασμό πιέσεων και κινήτρων που θα περιορίσουν την αμφισημία των τουρκικών τοποθετήσεων. Η ενθάρρυνση από αμερικανικής πλευράς της τουρκικής διείσδυσης στην κεντρική Ασία (με χαρακτηριστικότερη την πρόταση να φιλοξενήσει η γειτονική χώρα τη διάσκεψη για την επίλυση του Αφγανικού ζητήματος) αποτελεί ένα από τα προσφερόμενα ανταλλάγματα. Η ρύθμιση των θεμάτων της Ανατολικής Μεσογείου κατά τρόπο που θα κατευνάζει τα άγχη της Άγκυρας περί επαπειλούμενου αποκλεισμού της είναι ένα άλλο. Ήδη, άλλωστε, η Αίγυπτος και σε μικρότερο βαθμό το Ισραήλ, πυλώνες των τριμερών συνεργασιών με την Αθήνα και τη Λευκωσία, βολιδοσκοπούν μια νέα ισορροπία στις σχέσεις τους με την Τουρκία, η οποία και ανταποδίδει, δίνοντας οδηγία στα μέσα ενημέρωσης της φίλιας Μουσουλμανικής Αδελφότητας να χαμηλώσουν τους τόνους της αντιπαράθεσης με το αιγυπτιακό καθεστώς, σύμφωνα με τις πληροφορίες του “Αλ Αραμπίγια”.
πηγή: capital.gr