Το 28,9% του πληθυσμού της Ελλάδας (3.043.869 άτομα) βρέθηκε σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό το 2020, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.
Κατά μέσο όρο, το ατομικό διαθέσιμο εισόδημα ανήλθε σε 10.041 ευρώ, αυξημένο κατά 7% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Μόλις το 5,9% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το εισόδημα του αυξήθηκε κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, ενώ το 21,8% ότι μειώθηκε και το 72,3% ότι παρέμεινε το ίδιο.
Όπως αναφέρουν τα αποτελέσματα της έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ, το 14,5% δήλωσε ότι ο κύριος λόγος αύξησης ή μείωσης του εισοδήματος ήταν η πανδημία, εκ των οποίων το 2,9% δήλωσε ότι αυξήθηκε το εισόδημα του και το 13% ότι μειώθηκε.
Πιο συγκεκριμένα, ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων ηλικίας 18- 64 ετών (31,9%). Από τον πληθυσμό ηλικίας 18- 64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, εκτιμάται ότι το 30% είναι Έλληνες και το 52,2% είναι αλλοδαποί που διαμένουν στην Ελλάδα. Σε ό,τι αφορά τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα, ηλικίας 18- 64 ετών και βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, το 49,9% γεννήθηκαν σε άλλη χώρα, ενώ το 29,8% είναι αλλοδαποί που γεννήθηκαν και διαμένουν στην Ελλάδα.
Παράλληλα, το 17,7% του πληθυσμού βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις), το 16,6% βρίσκεται σε υλική στέρηση και το 12,6% του πληθυσμού ηλικίας 0- 59 ετών διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας.
Σύμφωνα με τα κριτήρια, το κατώφλι της φτώχειας θεωρείται στο ποσό των 5.269 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.064 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.781 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 17.263 ευρώ.
Μέσα στο 2020, το 17,7% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας. Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 701.405 σε σύνολο 4.115.678 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.856.081 στο σύνολο των 10.514.769 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας.
Στο μεταξύ, ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 20,9% σημειώνοντας πτώση κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019, ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18- 64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 18,4% και 13%, αντίστοιχα.
Σε συνολικά πέντε περιφέρειες (Ιόνια Νησιά, Αττική, Κρήτη, Νότιο Αιγαίο και Ήπειρος) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της χώρας, ενώ σε οκτώ περιφέρειες (Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος, Βόρειο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία, Δυτική Μακεδονία, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και Δυτική Ελλάδα) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.
Όπως φαίνεται από τα αποτελέσματα της έρευνας, όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας. Για το 2020, ο κίνδυνος φτώχειας εκτιμάται για όσους έχουν ολοκληρώσει προσχολική, πρωτοβάθμια και το πρώτο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε 24,4%, για όσους έχουν ολοκληρώσει το δεύτερο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε 16,9%, ενώ για όσους έχουν ολοκληρώσει το πρώτο και το δεύτερο στάδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε 7,1%.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 48,3% ενώ, όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα μειώνεται στο 23,5%.
Σημειώνεται ότι οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων) αποτελούν το 33,5% του συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών της χώρας, εκ του οποίου οι συντάξεις αναλογούν στο 86,7%, ενώ τα κοινωνικά επιδόματα στο 13,3%.
Το ποσοστό μειώθηκε κατά 1,1% σε σχέση με το 2019.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ