Γράφει η Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου*
Φαίνεται να δημιουργείται όχι μόνο στον μέσο πολίτη, αλλά μέσο άνθρωπο μια αίσθηση επιλογής ανάμεσα σε κάθε είδους ταυτότητας που μπορεί να υιοθετήσει. Για να προσεγγιστεί καλύτερα η διαδικασία αυτή μπορεί να περιγραφεί ως εξής: Σε κάθε σχεδόν κοινωνική διαδικασία, ομάδα, άποψη, ιδεολογία: Αν δεν είσαι μαζί τους, είσαι εναντίον τους και αν είσαι εναντίον τους είσαι μαζί με τους άλλους.
Πράγματι, κάτι τέτοιο μπορεί να δικαιολογηθεί από τις γραφειοκρατικές και οργανωτικές διαθέσεις που διακατέχουν κάθε άνθρωπο και ομάδα ανθρώπων στην σύγχρονη εποχή. Ταυτόχρονα, όμως, η διαδικασία απορρέει από εγωιστικές τάσεις του ανθρώπου και οδηγεί σε δημοκρατικό έλλειμμα και πόλωση. Είναι από τα λάθη μας που μοιάζουν σωστά ή αλλιώς οι σωστές ενέργειές μας που εμπεριέχουν λάθος βάση.
Η ευρεία έννοια της ταυτότητας είναι μια που έχει απασχολήσει πολλούς μελετητές και αποτελεί κάτι το αόριστο. Φυσικά, είναι προβληματική ως προς τον ορισμό της. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει κατανοητό με ένα απλό παράδειγμα: Αν μας ζητείτο να προσεγγίζαμε την προσωπική μας ταυτότητα θα μας ήταν δύσκολο να καλύψουμε πλήρως όλα τα στοιχεία και να δώσουμε μια απάντηση.
Πολύ περισσότερο στα πλαίσια μιας κοινωνίας και των πολλών και σύνθετων αλληλεπιδράσεων στην καρδιά αυτής, αυτό κρίνεται το λιγότερο μια χρονοβόρα και κουραστική διαδικασία που καταλήγει σίγουρα σε «πονοκέφαλο».
Υπάρχουν, όμως κάποιες σταθερές:
-Αναφέρεται, καταρχάς, στο σύνολο των αντιλήψεων, πεποιθήσεων και συναισθημάτων που έχει για τον εαυτό του, εκείνος στον οποίον ανήκει.
-Εξασφαλίζει την συνοχή μεταξύ εμπειριών, ιδεών και αξιών.
-Βρίσκεται σε συνάρτηση με στοιχεία όπως:
1. συνείδηση ύπαρξης
2. προσωπικής και συλλογικής ιστορίας
3. θέσης στο κόσμο
4. μέλλοντος
-Βασίζεται σε μια διπλή και ταυτόχρονη διεργασία:
1. στην αντίληψη της ομοιότητας και της συνέχειας ύπαρξης σε χώρο και χρόνο καθώς και
2. στην αντίληψη ότι οι υπόλοιποι αναγνωρίζουν αυτήν την ομοιότητα και συνέχεια
-Υφίσταται πάντα συγκριτικά. Το ερώτημα δεν είναι ‘ποιοι είμαστε;’ Αλλά ‘ποιοι είμαστε σε σχέση με τους άλλους;’, ‘Πώς με βλέπουν και πώς τους βλέπω εγώ;’
Με βάση όλα αυτά μπορεί να εντοπισθεί ένα παράδοξο: Ενώ υπονοείται πώς δύο πράγματα είναι ίδια, ταυτόχρονα υπονοείται πώς δύο πράγματα είναι μεταξύ τους διαφορετικά, πράγμα που αντιδιαστέλλει την έννοια της ομοιότητας με αυτήν την διαφορετικότητας. Η όλη ουσία της ταυτότητας είναι ζήτημα ορίων (είτε εσωτερικών είτε εξωτερικών) ανάμεσα σε κάτι που μοιάζει και που σταματάει να μοιάζει, στο οικείο και το ξένο και άρα, απειλητικό.
Πολύ περισσότερο η κοινωνική ή εθνική ταυτότητα προσδιορίζει το σύνολο των στοιχείων που προσδίδουν υπόσταση σε ένα ή πολλά άτομα και ομάδες από άτομα. Αποτελεί μέσο για αυτοπροσδιορισμό και αποτελεί στοιχείο μεταβλητό και ασταθές.
Συνδέεται με νοητικές κατασκευές που διαμορφώνονται σύμφωνα με κοινωνικές, πολιτικοοικονομικές και ιστορικές συνθήκες.
Σε ένα πρώτο επίπεδο επίγνωσης των γεγονότων και στην συνέχεια υπερπληροφόρησης (η οποία χαρακτηρίζει την εποχή) όλα όσα συμβαίνουν- από ένα απλό ειδησεογραφικό νέο μέχρι μια τάση- μας αγγίζουν. Και είναι συχνό και απολύτως κατανοητό να μεταβάλλουν στοιχεία μας.
Ταυτόχρονα, όμως, είμαστε δύσπιστοι στο ‘διαφορετικό’ και ιδίως στο ‘διαφορετικό που μοιάζει να έχει ιδιότητες αντικειμενικής ή υποκειμενικής απειλής’. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορούμε να συμπλεύσουμε πλήρως σε ένα ενωτικό σύστημα κάθε είδους. Διακατέχει μεγάλη σημασία στο μυαλό μας η διάκριση «ΕΜΕΙΣ και οι ΑΛΛΟΙ».
Το σύνθετο ερώτημα που μπορεί να τεθεί στο σημείο αυτό είναι: ‘Μπορούν να συμβιβαστούν τελικά δύο φαινομενικά ίδιες ταυτότητες από τον σύγχρονο πολίτη;’. Το ερώτημα αυτό ίσως γίνεται πιο γλαφυρό με ένα αρκετά επίκαιρο παράδειγμα, αυτό των τάσεων του ευρωσκεπτικισμού έναντι του φεντεραλισμού: Είναι δυνατόν κανείς να είναι υπέρ της Ευρώπης και πατριώτης;
Οι εικόνες και τα συμπεράσματα αφήνονται στην ευχέρεια των αναγνωστών.
Προσωπικώς, μάλλον θα απαντούσα: Και ναι και όχι, αναλόγως την περίπτωση, αναλόγως το θάρρος και την διάνοια του καθενός από εμάς.
Για να μην υποπέσουμε σε γενικεύσεις και μηδενισμό, πάντοτε είναι δυνατόν να ισορροπηθούν μέσα μας δύο φαινομενικά αντιμαχόμενα στοιχεία, αρκεί να υπάρχει σαφής οριοθέτηση και ικανή αντιμετώπιση του πλουραλισμού.
Αυτό που δείχνουν οι τάσεις του συνόλου πάντως είναι πως υπάρχει πόλωση. Σίγουρο είναι πως δεν υπάρχει ευρέως διαδεδομένη η ωριμότητα για την εξισορρόπηση των στοιχείων και το γεγονός μας βλάπτει, παρά μας εξελίσσει.
Το ζήτημα των πολλαπλών ιδιοτήτων είναι κάτι που δεν έχουμε αντιμετωπίσει και πολύ συχνά ξεχνιέται. Όμως κρίνεται βασικό για την συνεννόηση μεταξύ όλων, το που στέκεται κάθε κράτος και κατ’ επέκταση ο καθένας από τους πολίτες ή απλώς ανθρώπους του κόσμου.
Οι κοινές αξίες και μισός αιώνας οικονομικής παγκόσμιας σύνδεσης, ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας και επιστήμης δεν έχουν φανεί ακόμα ικανά να μας ενοποιήσουν, να δημιουργήσουν μέσα μας μια ισχυρή αίσθηση κοινότητας και να αποδείξουν πως το συμφέρον μας είναι μεγαλύτερο (ανεξαρτήτως υποπερίπτωσης και υποομάδας) μαζί παρά χώρια.
Και η απουσία ενός μηχανισμού κατά της πόλωσης και υπέρ της κοινωνικής εξισορρόπησης με στοιχεία δημοκρατικότητας, ορθολογισμού, πίστης στον ουσιαστικό διάλογο (ακόμα και όταν αυτός περιέχει αντίθετες απόψεις) αποτελεί ένα εκπληκτικό θήραμα για ακραίους λαϊκιστές, καθώς και τα -πατριωτικού περιεχομένου- κινήματα που οι ίδιοι εκπροσωπούν.
Δεν καταλαβαίνουμε που οδεύουμε, είμαστε σε μεγάλο βαθμό κενοί (ακριβώς προσπαθώντας τελικά να αποπετάξουμε οτιδήποτε από μέσα μας, είτε σε συναίσθημα είτε σε λογισμό) και για τον λόγο αυτό μετέχουμε σε ένα τοπίο πολλών ταυτόχρονων διαλόγων και κοινωνικής απορρύθμισης χωρίς ουσιαστικές σχέσεις, χωρίς καμία προσέγγιση του «άλλου» παρά μόνο μια προσέγγιση του «εγώ», το οποίο τελικά πάντοτε είναι και το αδικημένο στον νου μας.
*Η Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου είναι Διευθύντρια Επικοινωνίας του Κέντρου Αστικής Μεταρρύθμισης Αθηνών και προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου.