Γράφει η νομικός Φιλοθέη Βαρσαμή
Στη Συρία τι συμβαίνει, grosso modo το ξέρουμε. Από το 2011 και μετά βρίσκεται στη δύνη ενός απελπιστικού εμφύλιου με υφέσεις και εξάρσεις. Η χώρα βιώνει τη μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση παγκοσμίως αυτή τη στιγμή, εκατομμύρια πρόσφυγες εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και οι εμφύλιοι μέσα στον εμφύλιο εντείνουν την ανασφάλεια για όλο και μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες. Ο ΟΗΕ βγάζει εκθέσεις επί εκθέσεων που λένε διάφορα σοκαριστικά, τύπου ότι, όπως έχουμε εμείς κάθε Παρασκευή λαϊκή, αυτοί έχουν κάθε Παρασκευή δημόσιους αποκεφαλισμούς. Ότι το ισλαμικό κράτος διαπράττει εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου με μαζικές σφαγές σε βάρος εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, αποκεφαλισμούς, αναγκαστικές εγκυμοσύνες και σεξουαλική δουλεία. Ότι περίπου 15.000 τζιχαντιστές πυκνώνουν τις τάξεις των απασφαλισμένων μουτζαχεντίν, προκειμένου το σφαξίδι και το δράμα να μην τελειώσει εκεί κάτω ποτέ.
Σύριοι πρόσφυγες ξεβρασμένοι στην Ελλάδα, ζητούν πολιτικό άσυλο. Στην πατρίδα τους να επιστρέψουν, δεν μπορούν, καλύτερα να φύγουν για την κόλαση. Σε άλλες χώρες της Ευρώπης που χορηγούν άσυλο σε νορμάλ χρόνους, δεν μπορούν να πάνε. Είναι εγκλωβισμένοι εδώ να περιμένουν το τα-ζώα-μου-αργά ελληνικό κράτος να δεήσει να θυμηθεί να κινηθεί να ελέγξει ΑΝ δικαιούνται ασύλου γιατί ενδέχεται κατά τη γνώμη των υπαλλήλων της υπηρεσίας ασύλου και να μην το δικαιούνται. Οι άνθρωποι, μετέωροι ανάμεσα στην παλιά πατρίδα και στο νέο αφιλόξενο έδαφος, διαμαρτύρονται. Ζητούν την τακτοποίηση του πρόσφυγα. Δεν τους δίνεται. Μαζεύονται στο Πεδίο του Άρεως και προσπαθούν να οργανωθούν. Δεν ιδρώνει κανένα αυτί. Φεύγουν και πάνε στο Σύνταγμα.
Πάνε στο Σύνταγμα: μπροστά τους το κοινοβούλιο, αριστερά τους η Μεγάλη Βρεττάνια και πίσω τους το υποικ. Στη μέση αυτοί, “αυτοί οι εκκρεμείς” που λέει ο Νιόνιος. Απλώνουν τις παρδαλές κουβέρτες τους, κολλάνε μονωτικές ταινίες στα στόματά τους και ξεκινούν απεργία πείνας. Θέλουν να αναγνωριστούν πρόσφυγες, να τους χορηγηθεί πολιτικό άσυλο, λέμε. Αν όχι σε αυτούς, τότε σε ποιούς? Όποτε περάσετε με το καλοριφέρ στο αυτοκινητάκι σας στο φουλ ή με το ζεστό παλτουδάκι σας από την “άνω πλατεία” θα τους δείτε εκεί, μασουριασμένους, με τα παιδιά και τις γυναίκες τους και με ένα έως τρία ασθενοφόρα έτοιμα να μαζέψουν τον καινούργιο που βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση από την ασιτία ή την υποθερμία. Έχουν καμιά εβδομάδα εκεί και όλοι ξέρουμε ότι τις τελευταίες μέρες το κρύο αγρίεψε.
Σήμερα, σε ένα γκρουπ που “αγαπάει την Αθήνα” εδώ στο fb έχουν ανεβάσει φωτογραφίες τους. Δεν τις ανέβασαν γιατί μαζεύουν κουβέρτες, ή επειδή ζητάνε τρόφιμα για αυτούς. Καταγγέλλουν, λέει, την προσβολή της αισθητικής τους λόγω της παρουσίας εξαθλιωμένων στη “βιτρίνα” της πόλης. Λίγο το ‘χεις να βρίσκεις ανθρώπινα ναυάγια εκεί που κάποτε ορθωνόταν περήφανο το μεγαλύτερο αβραμόδεντρο της Ευρώπης; Να θες να πιεις έναν καφέ στο GB και να διασταυρώνεται το βλέμμα σου με βλέμμα άπλυτων; Μεγάλη προσβολή. Επίτηδες λέει τους κουβάλησαν εκεί, για να υποβαθμίσουν το κέντρο. Πακέτο με την ομφαλοσκόπηση πάει και ο υφέρπων χρυσαυγιτισμός: όταν λαμβάνουν εξηγήσεις ποιοί είναι οι άνθρωποι αυτοί και γιατί κατσικώθηκαν στο κέντρο του κέντρου τους, μια κυριούλα δηλώνει ότι δεν έχει δάκρυα για αυτούς, μόνο για έλληνες. Ένας άλλος ανησυχεί ότι βεβηλώνεται ο χώρος του Άγνωστου Στρατιώτη, χώρος ιερός. Μια τρίτη, με ψιλές, δασείες και λοιπά τσουμπλέκια της εποχής της μας εξιστορεί την θεωρία για τον αφελληνισμό του *Κίσσινγκερ* σε περίληψη και καταλήγει ειρωνικά ότι δεν πρέπει να ξεχάσουμε να τους κάνουμε και τζαμί.
Τους διαβάζω και τους λυπάμαι. Πόσο μίζερη εικόνα μπορεί να έχει για την Ελλάδα ο έλληνας! Μπορώ να σκεφτώ τι τράβηξε στα νύχια των παππούδων τους η μικρασιάτικη προσφυγιά. Μπορώ να υποθέσω για τι διανοητικό εξάμβλωμα δακρύζουν όταν βλέπουν σημαία. Μπορώ να καταλάβω τη νοσηρή χαιρέκακη καταπίεση του μικρόψυχου που κρύβεται στο στενόμυαλο “αν τους λυπάσαι πάρτους σπίτι σου”. Μπορώ να τους φανταστώ να ντύνονται, να στολίζονται, να πηγαίνουν και να γυρίζουν άπραγοι στην εκκλησία τη Μεγάλη Παρασκευή (γιατί ο Καρατζαφέρης δεν επένδυσε τσάμπα στο τρίπτυχο) χωρίς το “δος μοι τούτον τον ξένον” να κατέβει ποτέ από τα αυτιά στην ψυχή τους.
Έτσι που λέτε. Ευτυχώς που οι φιλέλληνες δεν ήταν (τέτοιοι) έλληνες. Ευτυχώς που δεν εξαρτήθηκε το Μεσολόγγι από την αντίστοιχη γιαγιά της κυρίας που προσέχει και ξοδεύει δάκρυά της μόνο μετά από επιτυχή ελληνοσκόπηση. Ευτυχώς που οι γκασταμπάιντερς γονείς μας άντεξαν την απόρριψη που εμείς επιφυλάσσουμε στους ξένους μας. Ευτυχώς που ο Ανδρέας Κορδοπάτης και ο Γεώργιος Τσάκαλος όταν δραπέτευαν από τη φτώχεια τους βγήκαν στο *Καστριγκάρι* των ευκαιριών και όχι στο “Σύνταγμα” του σουσούδων. Η απορία, όμως, παραμένει: Για την ακρίβεια, “ο δρόμος, είχε τη δική του *απορία*” που πάει, κυριολεκτικά, τοίχο-τοίχο:
“Οι παππούδες μας πρόσφυγες
Οι γονείς μας μετανάστες
Εμείς ρατσιστές”;