Το απόσπασμα του βιβλίου της Έμιλι Ραταϊκόφσκι, Το σώμα μου (My Body), μιλά για το πως μπορεί κανείς να αφήνει πίσω του, ό,τι τον βαραίνει.
Δημοσιεύτηκε στο time.com
Όταν ήμουν μικρή πίστευα ότι οι σκέψεις μου επηρέαζαν τα πάντα, από τον ποιο ρόλο θα έπαιρνα στο θεατρικό του σχολείου, μέχρι το τι θα μου επιφύλασσε το μέλλον ή το πόσο θα ψήλωνα.
Αυτή η συνήθεια, του να κάνω μαγικές σκέψεις, έχει διατηρηθεί. Μερικές από τις προκαταλήψεις μου: Αν σχεδιάζω ένα ταξίδι, σίγουρα θα κλείσω κάποια δουλειά για μόντελινγκ ή υποκριτική και θα πέφτει το ένα πάνω στο άλλο. Αν δω κάποιο άτομο στον ύπνο μου, θα έχω σύντομα νέα τους. Αν μοιραστώ κάποια καλά νέα, πριν οριστικοποιηθούν, δεν θα γίνουν. Η πιο πρόσφατη πεποίθησή μου είναι ότι αν έχω το όνομα του γιου μου πάνω μου, σε ένα κολιέ ή ένα βραχιόλι με τα αρχικά του, θα παραμείνει υγιής.
Αν μπορώ να κάνω κάτι, οτιδήποτε, για να ελέγξω τη ροή των γεγονότων, τότε νιώθω λιγότερο ευάλωτη. Φοβάμαι λιγότερο. Ακόμα και αν το παραδεχτώ αυτό, με πιάνει άγχος για τη γρουσουζιά που μπορεί να επιφέρω στις τελετουργίες μου. Μήπως δεν θα πιάσουν τα κόλπα μου, επειδή τα μοιράστηκα;
Συχνά δυσκολεύομαι να περιγράψω με ακρίβεια ποιο κομμάτι είναι το ένστικτό μου και ποιο αφορά τα τερτίπια που παίζει ο υπερδραστήριος εγκέφαλός μου. Η λογική μου λέει πως τα γεγονότα δεν επηρεάζονται από υπερφυσικές δυνάμεις και δεν τα ελέγχω εγώ. Παρόλα αυτά, θέλω να πιστεύω σε ένα είδος μαγείας, σε κάποιο είδος δύναμης.
Για πολλά χρόνια έβλεπα τον ίδιο επαναλαμβανόμενο εφιάλτη. Ουρλιάζω και το πρόσωπό μου είναι μούσκεμα από τα δάκρυα. Μια απειλητική μορφή είναι μπροστά μου. Βρισκόμαστε πάντα σε κάποιο σκηνικό που θυμάμαι από παλιά: στον δρόμο που μεγάλωσα ή σε ένα διαμέρισμα που έμενα κάποτε. Όποιο και να είναι το σκηνικό, ένα πράγμα είναι σταθερό: η οργή μου. Φωνάζω. Κλαίω με λυγμούς. Θέλω αυτό το άτομο να αναγνωρίσει το μαρτύριό μου. Τελικά, πάω να τη χτυπήσω, αλλά σηκώνοντας τις γροθιές μου διαπιστώνω πως τα χέρια μου είναι πολύ βαριά. Όταν καταφέρνω να ρίξω ένα χτύπημα, δεν συμβαίνει τίποτα, λες και το σώμα μου είναι φτιαγμένο από αέρα.
Όταν μιλάω για αυτό το όνειρο στη θεραπεία, με ακούει με προσήλωση και εκφραστικότητα -όπως κάνουν όλοι οι σύμβουλοι ψυχικής υγείας- προτού το σχολιάσει. «Γιατί δεν έρχεσαι να σπάσεις μερικά πράγματα;», μου λέει.
Στην ταράτσα του κτιρίου της στη Νέα Υόρκη, τοποθετεί μπροστά μου ένα γυάλινο μπολ, γεμάτο με μπαλόνια νερού. «Ωχ, όχι», λέω κάνοντας μια γκριμάτσα, «Το μισώ ήδη όλο αυτό». Τη σκέφτομαι να γεμίζει με νερό τα μπαλόνια πριν έρθω και νιώθω ένα ρίγος εξευτελισμού.
«Το έχω ξανακάνει αυτό», λέει συμπονετικά. «Πρέπει να σε κάνεις να νιώσεις… μεγάλη!» Ανοίγει τα χέρια και τα πόδια της και με τα χείλη της σχηματίζει ένα μεγάλο Ο. η καλοσύνη της με κάνει να νιώθω γελοία και, πιο πολύ, αξιολύπητη. Νομίζω φταίει ο εγωκεντρισμός μου. Φτάσαμε αλήθεια ως εδώ; Εκπλήσσομαι που δεν τρέχουν καυτά δάκρυα από τα μάτια μου. Γελάω, ντρέπομαι και γρήγορα σκουπίζω ένα.
«Γιατί κλαις;», με ρωτάει.
«Όλο αυτό είναι απλώς τόσο γελοίο.», λέω.
«Δεν νομίζω πως κλαις επειδή είναι γελοίο». Σκύβει στο μπολ και παίρνει ένα μπαλόνι. Το παίρνω και αντιλαμβάνομαι πόσο εύθραυστο είναι στο χέρι μου.
Διάβασα κάποτε ότι οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να κλάψουν όταν είναι θυμωμένες, σε σχέση με τους άνδρες. Φοβούνται τον θυμό τους, ντρέπονται για το πως αυτός τις μεταμορφώνει. Μια θυμωμένη γυναίκα είναι το χείριστο είδος κακού: απεχθής και άσχημη, γεμάτη μοχθηρία και πικρία. Κάνω τα πάντα για να αποφύγω αυτά τα συναισθήματα, ό,τι μπορώ για να σταματήσω να είμαι γυναίκα. Αντιθέτως, προσπαθώ να κάνω τον θυμό να δείχνει ζωηρός και γοητευτικός και σέξι. Τον διπλώνω, τον κάνω μικρό και τον κρύβω βαθιά. Παίζω το πιο αξιόπιστο χαρτί μου, δείχνω θλιμμένη, ευάλωτη και τρυφερή, πρόθυμη και κάποια που θέλει να την προσέξουν.
Αντιθέτως, προσπαθώ να κάνω τον θυμό να δείχνει ζωηρός και γοητευτικός και σέξι. Τον διπλώνω, τον κάνω μικρό και τον κρύβω βαθιά.
Πετάω το μπαλόνι στον τοίχο και αυτό σπάει απαλά και αντιλαμβάνομαι πως νιώθω μια ασαφή ενόχληση. «Δεν νομίζω ότι έκανε κάτι αυτό», λέω.
Μου δίνει ένα μικρό βάζο. «Δεν πρέπει να είναι γυάλινο, ίσως να μην σπάσει».
Παίρνω το βάζω και το πετάω. Το χέρι μου είναι μαλθακό. Το κάνω ξανά. Πάει πάνω κάτω. Φαντάζομαι κάποιον να κοιτάει από το παράθυρό του και να βλέπει μια πολύ λεπτή γυναίκα να πετάει κάτι στον τοίχο. Αξιολύπητη, επαναλαμβάνω από μέσα μου. Σκέφτομαι πως θα με βλέπουν οι γείτονες και η σύμβουλός μου. Καταλαβαίνω πως για να αποδεχτώ τον θυμό μου θα πρέπει να εγκαταλείψω την αίσθηση του ελέγχου, τη συνεχή αξιολόγηση, την απόσταση από τον εαυτό μου, αλλά θέλω απελπιστικά πολύ να έχω τον έλεγχο. Θα προτιμούσα να πληγώσω εμένα -να με μαχαιρώσω μεταφορικά μιλώντας- από το να αφήσω κάποιον άλλον να κρατάει το μαχαίρι. Και δεν εμπιστεύομαι τα ηνία, ούτε στο δικό μου το σώμα.
«Απλώς δεν είμαι αρκετά δυνατή», ψιθυρίζω.
«Κάποιες φορές, βοηθά να σκέφτεσαι κάποιον που θα ήθελες να τιμωρήσεις», μου λέει. Απεχθάνομαι την ιδέα ότι θα ήθελα να τιμωρήσω κάποιον, αλλά παίρνω μια ανάσα, αφήνω τον αέρα και κλείνω τα μάτια μου. Αποβάλλω τις σκέψεις για το πόσο ηλίθια νιώθω, πόσο χαζή θα φαίνομαι. Αφήνομαι.
Τώρα, το βάζο πετάει από το χέρι μου, λες και ηλεκτρίστηκε. Χτυπάει στον τοίχο και γίνεται κομμάτια. Γυρνάω να την κοιτάξω, σοκαρισμένη.
«Το σώμα γνωρίζει», μου λέει και πιάνει τη σκούπα.
Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς είναι αυτό που ξεκινά τη διαδικασία του τοκετού σε μια γυναίκα. Στην εγκυμοσύνη μου, έμαθα ότι παρά την αυτοπεποίθηση που δείχνουν οι γιατροί, που φέρονται σαν να μην υπάρχει κάτι μυστήριο ή μαγικό στην υλική υπόσταση της ζωής μας, αυτό είναι κάτι που δεν έχει βρεθεί ξεκάθαρη εξήγηση. Σε ένα από τα τελευταία μας ραντεβού, ο σύζυγός μου ρώτησε τη γιατρό ποιος αποφασίζει ότι ήρθε η ώρα, το μωρό το σώμα.
«Ίσως και τα δύο;», απάντησε με ασάφεια, κοιτώντας τον βομβητή της.
Έξι ημέρες πριν την προβλεπόμενη ημερομηνία του τοκετού, Κυριακή, ένα βράδυ του Μαρτίου, έσπασαν τα νερά μου. Νωρίτερα εκείνη τη μέρα, είχαμε πάει με το αυτοκίνητο να πάρουμε τα αγαπημένα μας μπέϊγκελ και σαλάτα με ψάρι, για να ανταμείψουμε τους εαυτούς μας που είχαμε τελειώσει τις ετοιμασίες στο παιδικό δωμάτιο. Στον δρόμο για το σπίτι, τον ρώτησα αν είμαστε έτοιμοι. «Φυσικά και είμαστε», είπε και μου έσφιξε το γόνατο.
«Ξέρω πως είναι τρομακτικό», μουρμούρισα μετά που είχα κάτσει μόνη μου στον κόκκινο καναπέ μας, με τα χέρια στην κοιλιά μου. «Αλλά θα το καταφέρουμε μαζί». Δεν ήμουν σίγουρη ότι μίλαγα με το σώμα ή με το μωρό μου. Μάλλον και τα δύο.
Η ξαφνική ζέστη ανάμεσα στα πόδια μου με ξύπνησε και έκατσα στο κρεβάτι. Πέταξα τα σκεπάσματα και είδα έναν λεκέ από υγρά που μεγάλωνε. Το απαλό φως από την τηλεόραση έπεφτε στην κοιλιά μου και την έκανε να μοιάζει σαν μισοφέγγαρο.
«Ξεκίνησε», φώναξα και σηκώθηκα.
Όσο ο άντρας μου ετοίμαζε τα πάντα για να πάμε στο νοσοκομείο, κοίταζα τα πλακάκια στο μπάνιο ενώ ο τοκετός είχε ξεκινήσει. Το σώμα μου ήταν σαν να ανοίγει στα δύο– ο πόνος ήταν διάχυτος, με διαπερνούσε ολόκληρη και απλωνόταν σε κάθε σημείο της ύπαρξής μου. Οι συσπάσεις ερχόντουσαν η μία μετά την άλλη και όταν η μία κορυφώθηκε, πανικοβλήθηκα. Ήθελα πάρα πολύ να κάνω τον πόνο να σταματήσει, αλλά ήμουν παγιδευμένη. Δαγκώθηκα και έσφιξα τα δόντια μου.
«Δεν υπάρχει γυρισμός», είπα στον εαυτό μου, και καθώς είχα κάτσει στα γόνατα, ακούμπησα το μέτωπό μου στο κρύο πάτωμα και έβαλα τα χέρια πίσω από τον λαιμό μου. Προσπαθούσα να μην ξεχάσω να αναπνέω. Τι θα συνέβαινε σε εμένα και το μωρό μου; Οι ζωές μας ήταν σε κίνδυνο, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να σιγουρέψω πως είμαστε ασφαλείς. Η επιβίωσή μας εξαρτιόταν από τους μυστηριώδεις μηχανισμούς του σώματός μου.
Κάποιος μου είχε πει πως προκειμένου να γίνει η διαστολή, πρέπει να πέσει ο ρυθμός των κυμάτων του εγκεφάλου και να επιτευχθεί μια κατάσταση παρόμοια με τον οργασμό. Ήταν παράξενο να σκέφτομαι το σεξ την ώρα του τοκετού, αλλά με την επόμενη σύσπαση, τινάχτηκε η σπονδυλική μου στήλη και με ανακούφισε η ιδέα πως το σώμα μου ήταν ικανό και για ηδονή και για απελευθέρωση. Προσπάθησα να μηδενίσω τις σκέψεις μου. Άφησα τη σύσπαση να με κατακλύσει.
Ξαφνικά ένιωσα κάτι καινούριο: εμπιστοσύνη. Το σώμα μου τα είχε καταφέρει έως τώρα, έτσι δεν είναι; Ήταν ανθεκτικό. Είχε προστατέψει τον γιο μου για εννέα μήνες, όσο μεγάλωνε και η καρδιά του χτυπούσε όσο αυτός ανέπτυσσε την περίπλοκή του ύπαρξη μέσα μου. Και τώρα άνοιγε, όπως έπρεπε να γίνει.
‘Το σώμα μου τα είχε καταφέρει έως τώρα, έτσι δεν είναι; Ήταν ανθεκτικό’
Ήξερα τότε πως έπρεπε να αφεθώ. Παρά τον φόβο μου, ηρέμησα. Παραδόθηκα.
Όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο, σύρθηκα στη ρεσεψιόν και με συσπάσεις έφτασα στο ασανσέρ. Στην αίθουσα τοκετού, μια γυναίκα με ρώτησε πως με λένε την ώρα που ήμουν σκυμμένη και έσπρωχνα το κεφάλι μου στο μπράτσο μιας πολυθρόνας. Ήμουν εκεί, αλλά όχι εντελώς. Ήταν μέσα στο σώμα μου, ένας μηχανισμός που προχωρούσε χωρίς να λαμβάνει υπόψη κανέναν και τίποτα. Συγκεντρώθηκα, αρνούμενη να επιτρέψω στο μυαλό μου να εμποδίσει τις λειτουργίες του σώματός μου. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω, απλά ήθελα να μην είναι στη μέση.
Ο ήλιος ανέτειλε μια ώρα πριν ξεκινήσω να σπρώχνω. Ρος και πορτοκαλί ακτίνες διαπερνούσαν τις κουρτίνες του δωματίου στο νοσοκομείο. Ριγέ σκιές έκαναν την εμφάνισή τους στους τοίχους. Όσο έσπρωχνα, ζήτησα έναν καθρέφτη. Ήθελα να βλέπω το σώμα μου. Ήθελα να βλέπω την πρόοδο του.
Έφτυσα ένα μικρό πλαστικό δοχείο που μου έδωσε η νοσοκόμα. Όλα ήταν φωτεινά. Δεν υπήρχε χρώμα, μόνο άσπρο φως. Ήταν πρωί, η πόλη ξυπνούσε. Σκέφτηκα όλους αυτούς τους καφέδες που ετοιμάζονταν, τα ζεστά ντους, τους εραστές να αποχαιρετούν ό ένας τον άλλον, μετά από μια νύχτα μαζί. Εκατομμύρια άνθρωποι να κάνουν ότι κάνουν κάθε πρωί και να ετοιμάζουν τα σώματά τους για άλλη μια μέρα εν ζωή. Η γέννα είναι όσο αξιοσημείωτα είναι όλα αυτά τα μικρά πράγματα: οποιαδήποτε ώρα, κάπου υπάρχει ένα γυναικείο σώμα που γεννά. Είναι ταυτόχρονα τόσο εξωπραγματικό, όσο και συνηθισμένο, ο τρόπος που τα σώματα μας κατευθύνουν τις ζωές μας.
Ένιωσα μια μαχαιριά στην πύελο και το κάτω μέρος της πλάτης μου. Οι συσπάσεις καθοδηγούσαν το δωμάτιο– ο ρυθμός τους αποφάσιζε τα πάντα. Έλεγα πότε ο καθένας κορυφωνόταν και η νοσοκόμα, ο γιατρός και ο άντρας μου έτρεχαν να πάρουν θέση δίπλα μου και, σαν μια παλίρροια, ερχόταν και έφευγε ξανά και ξανά. Κάθε σπρώξιμο είχε μια μικρή ανταμοιβή: Μια ανακούφιση από τον πόνο και την εμφάνιση του κεφαλιού του γιου μου.
Δεν αναγνώριζα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη: ήταν πρησμένο και κόκκινο και οι φλέβες στους κροτάφους μου πέταγαν και πάλλονταν. Το σώμα μου ήταν πρησμένο και εκτεθειμένο και έμοιαζε άγνωστο σε μένα. Όλα είχαν μεταμορφωθεί. Ο χτύπος της καρδιάς του μωρού μου φαινόταν στην οθόνη.
Άκουσα κάποιον να λέει πως έπαιρνε πολύ ώρα, ότι το μωρό ήταν πολύ μεγάλο και εγώ πολύ μικρή. «Μπορεί να χρειαστούμε τα εργαλεία», είπε η γιατρός. Όχι, σκέφτηκα.
«Σπρώξε», μου είπε ο άντρας μου, κρατώντας το χέρι μου και πιέζοντας το μέτωπό του στο δικό μου. Έκλεισα τα μάτια μου. Σκέφτηκα τα ενθαρρυντικά λόγια που μου είπαν οι νοσοκόμες: «Σύντομα θα γνωρίσεις τον γιο σου». Δεν είχα καταλάβει γιατί ο κόσμος έλεγε ότι η γέννα είναι μια συνάντηση μέχρι τώρα.
Τον ένιωθα, το σώμα του στο στήθος μου, αλλά πιο πολύ την παρουσία του στο δωμάτιο. Μέσα σε μια παραζάλη, τον κράτησα κοντά μου. Εκ της σαρκός μου, σκέφτηκα. Ο καθρέφτης είχε μετακινηθεί, αλλά μπορούσα ακόμα να δω από που ήρθε. Από το σώμα μου.
Adapted from My Body by Emily Ratajkowski. Copyright © 2021 by Emily Ratajkowski. Reprinted by permission of Metropolitan Books.