Γράφει ο Μπακόλας Σταύρος
Ανήκει στον σκληρό πυρήνα της κουλτούρας μας να κάνουμε μαζώξεις, πραγματικές και εικονικές, και να ενσαρκώνουμε τους «φιλοσοφικούληδες». Είναι ειλικρινά απίστευτο πόσες ώρες μπορεί να αφιερώσουμε σε ρητορικές αψημαχίες πάνω σε θεωρίες και ιδεολογική νεραϊδόσκονη, προκειμένου να στέψουμε τον δεινότερο ρήτορα, χωρίς – σχεδόν πάντοτε – να ξεφεύγουμε απ’το κλουβί της μπαρουφοποίησης, δίνοντας δηλαδή επιτέλους επί του πρακτέου λύσεις για αυτό που μας προβληματίζει.
Κατεξοχήν πρότυπο «συζήτησης-μαϊμού» του παραπάνω βεληνεκούς αποτελεί αυτή της περιόδου 25/10 – 29/10, κατά την οποία τα δάχτυλα είναι οπλισμένα και έτοιμα να πληκτρολογήσουν, το αυτί ευαίσθητο σε σχόλια περί «εκφασιστοποίησης» της μαθητικής ζωής ή προσβολής των εθνικών συμβόλων, και ο εθνικός διχασμός υπέρ και κατά των παρελάσεων, επικαιρικός μεν, έντονος και ενίοτε «παρεοσπάστης» δε.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, πρακτικά.
Η παρέλαση σε κάθε της έκφανση (μαθητική, στρατιωτική) είναι φορέας πολιτισμικού φορτίου. Συνιστά την τελετουργία εκείνη που καθιστά εφικτή την νεκρανάσταση ιστορικών στιγμών ανάληψης υψηλής εθνικής ευθύνης και της μετατροπής τους σε σύμβολα. Πρόκειται για ένα σκετς πολιτισμικής και ιστορικής μέθεξης που δίνει την δυνατότητα σε παρελαύνοντες και θεατές να ζήσουν το παρελθόν, να γίνουν ένα μ’ αυτό, να το κρατήσουν αθάνατο. Φυσικά, αυτό δεν έχει να κάνει με βίτσια, αλλά με διδαχή. Η δυνατότητα αυτοανακάλυψης σε μια διαρκώς και περισσότερο παγκοσμιοποίουμενη πραγματικότητα καθίσται έργο δύσκολο και η αυτογνωσία προϋποθέτει επίγνωση του «πού έιμαστε και πώς φτάσαμε», «ποιοι είμαστε και πού θέλουμε να πάμε»;
Σύμφωνα με επισημάνσεις ψυχολόγων και κοινωνιολόγων, ο θεσμός της παρέλασης επιδρά θετικά στην ψυχολογία, διττώς. Αφενός, στο ίδιο το παιδί. Δεν θα αναφερθώ στην «εθνική συνείδηση». Κάποιοι, για τους λόγους τους, μπορεί να την αντιστρατεύονται άλλοτε ευθέως κι άλλοτε πλαγίως. Δεν θα πειστούν έτσι. Για του λόγου το αληθές η ίδια η δομή του παρελαύνοντος «τάγματος» φαινομενικά στην όψη του ξενίζει: μόνο και μόνο επειδή κάποιοι το χουν το γονίδιο καπαρώνουν τις πρώτες σειρές; Επιτρέπεται δηλαδή ο συμβολισμός ότι επαφιέται στην φύση-τύχη να καθορίσει τις θέσεις των παιδιών, μελλοντικών πολιτών; Όχι, φίλτατοι, ο συμβολισμός είναι βαθύτερος και βρίσκεται στο άγον «τάγμα», αυτό των παραστατών και του σημαιοφόρου! Γιατί οι καλύτεροι μπαίνουν πρώτοι. Είναι μπροστά και οδηγούν, ως πρότυπο έκαστος, ότι δεν έχει σημασία ποιος/ποια είσαι, πώς είσαι και από πού έρχεσαι, εσύ θα μας πεις πού πάμε. Ακόμη και στο πιο ομοιογενές σύνολο, αν εργαστείς, εν προκειμένου πνευματικά, θα ηγηθείς στη ζωή σου. Είναι ένα σύμβολο-εισητήριο για τον ξεχασμένο εκείνο που ποτέ δεν επέτρεψε στην τυχαιότητα να τον στείλει και να τον διατηρήσει στην πίσω γραμμή.
Αφετέρου, στις μάζες. Ο κοινωνικός ιστός για να κρατηθεί «ελαστικός» και να έχει λειτουργική συνοχή πρέπει – πάντοτε σε πλαίσια θεμιτά, δίχως να προκαλείται αυτοαναίρεση του ατόμου – να θυμίζει στον εαυτό του την έννοια της συλλογικότητας. Οι παρελάσεις τονώνουν την εθνική ομοψυχία και τροφοδοτούν την κοινωνία με ενέσεις αυτοπεποίθησης. Δεν έχει σημασία αν κάποιος είναι διεθνιστής ή εθνιστής. Η επιδίωξη των διαφορετικών σκοπών των εκατέρωθεν έχει κοινό παρονομαστή: την γνώση του παρελθόντος, εν προκειμένω άξιου τιμής.
Καταληκτικά, ερώτηση: έχει ποτέ αναρωτηθεί κανείς πόσες επιχειρήσεις εδράζουν μεγάλο μέρος του ετήσιου τζήρου τους στις πωλήσεις των στολών παρέλασης; Καταστήματα και βιοτεχνίες φέρνουν ψωμί στις οικογένειες τους από τα έσοδα αυτά και βασίζουν επενδύσεις σε αυτά, κάνοντας επεκτάσεις στην αγορά και προσλαμβάνοντας εργαζομένους, μειώνοντας έτσι περαιτέρω την ανεργία. Από την άλλη δε, σκεφτήκαμε πόσοι θείοι, θείες, γονείς, ξαδέρφια, παππούδες και νεολαίοι κατεβαίνουν σε πλατείες και δρόμους για να δουν το παιδί που παρελαύνει; Είναι γνωστό ότι ο ορθολογισμός του καταναλωτή φεύγει απ’ το παράθυρο στην περίπτωση ελληνικών οικογενειακών μαζώξεων, όπου τα «οικογενειακά ψηφίσματα» θα διατάξουν επιδρομή σε καφετέριες και ταβέρνες. Τέτοιες γερές ενέσεις ρευστότητας στην αγορά προσφέρουν δυνατότητα εξυγίανσης σε ντομπιες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που φλερτάρουν με χρεοκοπίες και που σε περιόδους κρίσεις ψάχνουν τα χρήματα να κρατήσουν τους εργαζομένους τους.
Αντί, λοιπόν, να βγάζουμε τα συντηρητικόμετρα και τα προοδευτικόμετρα για κάθε τυπικά και άτυπα θεσμικό, ας σταθμίσουμε ψύχραιμα. Η Πρόοδος είναι μια κατάσταση οντολογική, συμβαίνει και υπάρχει. Δεν είναι ένα όνομα, μια ιδέα στο όνομα της οποίας κάθε τι χρόνιο κρίνεται εκ των προτέρων ανεπαρκές, ανούσιο και πρέπει να εξοβελιστεί. Και Πρόοδο, σύντροφοι, για να θερίσεις, πρέπει να σπείρεις χρήμα, αυτοπεποίθηση και ιστορική αξιοπρέπεια. Οι κεκαλλυμένοι συντηρητικοί που πλανωδώς τιτλοφορούνται «προοδευτικοί» επί του θέματος απαιτούν Ιδέα, για να πειστούν. Τους δίνουμε: μια αυτοανάμνηση για όλους εκείνους που δίχως να επιτρέψουν σε τύχη και φύση να τους δαμάσει, τιμούν προκαταβολικά το μέλλον τους δια του παρελθόντος, συμμετέχουν μετριασμένα στην συλλογικότητα που τροφοδοτούν και τους τροφοδοτεί, και ταϊζουν τις οικογενένειες αυτών που «ντύνουν» και σερβίρουν τους παραπάνω και τους συγγενείς τους…