Μια τυχαιοποιημένη κι ελεγχόμενη κλινική δοκιμή έδειξε ότι ένα κοινό αντιδιαβητικό φάρμακο μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης μακράς Covid-19.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς με κορονοϊό που έλαβαν μετφορμίνη, ένα ευρέως συνταγογραφούμενο φάρμακο για τον διαβήτη, είχαν λιγότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με μακρά Covid-19, έως και 10 μήνες αργότερα από ό,τι τα άτομα της ομάδας ελέγχου. Ωστόσο, θα χρειαστούν περισσότερες κλινικές δοκιμές για να επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης.
Στα τέλη του 2020, μια μεγάλη ομάδα ερευνητών σε διάφορα πανεπιστήμια των ΗΠΑ ξεκίνησε την κλινική δοκιμή COVID-OUT. Ο αρχικός σκοπός ήταν να εξεταστεί κατά πόσον τρία διαθέσιμα και φθηνά φάρμακα θα μπορούσαν να αποτρέψουν την επιδείνωση των λοιμώξεων Covid-19, εάν λαμβάνονταν στην αρχή της νόσησης. Αυτά τα φάρμακα –μετφορμίνη, ιβερμεκτίνη και φλουβοξαμίνη– είχαν δείξει κάποια πιθανή αντιιική ή/και αντιφλεγμονώδη δράση σε προηγούμενες μελέτες, αν και κυρίως στο εργαστήριο ή σε ζώα.
Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε έξι ομάδες. Οι μισές από αυτές τις ομάδες έλαβαν μετφορμίνη, σε συνδυασμό είτε με εικονικό φάρμακο είτε με τα άλλα δύο φάρμακα. Οι άλλες μισές έλαβαν ένα εικονικό φάρμακο που μοιάζει με μετφορμίνη, είτε σε συνδυασμό με ένα δεύτερο εικονικό φάρμακο είτε με τα άλλα δύο φάρμακα. Η μελέτη σχεδιάστηκε έτσι ώστε οι ερευνητές να μπορέσουν να συγκρίνουν πολλές θεραπείας ταυτόχρονα.
Στη μελέτη συμμετείχαν λίγο περισσότεροι από 1.300 ασθενείς ηλικίας άνω των 30 ετών που θεωρούνταν ότι διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για σοβαρή λοίμωξη Covid-19. Η μελέτη έδειξε ότι κανένα από τα φάρμακα δεν πέτυχε τον προκαθορισμένο στόχο που είχαν θέσει οι ερευνητές, δηλαδή έναν σαφώς σημαντικά μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης ενός σοβαρού συμβάντος που σχετίζεται με τον κορονοϊό, όπως η υποξαιμία.
Ορισμένα δεδομένα έδειξαν ωστόσο ότι η μετφορμίνη μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο νοσηλείας ή θανάτου. Οι ερευνητές αποφάσισαν να συνεχίσουν να μελετούν τους ασθενείς τους μετά την αρχική δοκιμαστική περίοδο, για να δουν αν κάποιο από αυτά τα φάρμακα θα μπορούσε να έχει προληπτική επίδραση στη μακρά Covid-19.
Παρακολούθησαν 1.125 ασθενείς για 300 ημέρες, ή περίπου 10 μήνες. Η ομάδα ρώτησε τους ασθενείς μέσω μηνιαίου ερωτηματολογίου, αν είχαν διαγνωστεί με μακρά Covid-19 κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος. Συνολικά, το 8,4% των ασθενών (94/1.125) απάντησαν καταφατικά. Όσοι έλαβαν μετφορμίνη είχαν πολύ λιγότερες πιθανότητες να νοσήσουν με μακρά Covid-19. Το 6,3% στην ομάδα της μετφορμίνης δήλωσε ότι είχε διαγνωστεί με μακρά Covid-19, σε σύγκριση με το 10,6% στην ομάδα ελέγχου. Αντίθετα, δεν βρέθηκε καμία θετική επίπτωση από τη χορήγηση είτε ιβερμεκτίνης, είτε φλουβοξαμίνης.
«Η θεραπεία με μετφορμίνη μείωσε τον κίνδυνο εμφάνισης μακράς Covid-19 σε εμβολιασμένους ασθενείς κατά 42% σε μια τυχαιοποιημένη δοκιμή φάσης 3 η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του κύματος της παραλλαγής Όμικρον», έγραψαν οι συγγραφείς σε άρθρο που προδημοσιεύθηκε στο medRxiv.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να επισημανθούν οι αδυναμίες αυτής της μελέτης. Πρώτον, τα δεδομένα δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί επίσημα από ομοτίμους. Δεύτερον, ενώ αυτά τα αποτελέσματα προέρχονται από μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή -που συχνά θεωρείται το χρυσό πρότυπο της κλινικής έρευνας- δεν αποτελούν μέρος του αρχικού σχεδιασμού της μελέτης. Μια άλλα αδυναμία που συναντάται στις μακροχρόνιες μελέτες για τον Covid-19, είναι ότι ο ορισμός αυτής της χρόνιας πάθησης δεν έχει προσδιοριστεί ακόμη πλήρως. Και φυσικά, καμία μεμονωμένη μελέτη δεν πρέπει να θεωρείται ως οριστική απόδειξη της αποτελεσματικότητας μιας θεραπείας.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν πολλές κλινικές έρευνες για τις πιθανές προληπτικές θεραπείες της συγκεκριμένης νόσου. Για παράδειγμα, πολλά από τα δεδομένα που δείχνουν ότι τα εμβόλια μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης μακράς Covid-19, προέρχονται από αναδρομικές μελέτες παρατήρησης, οι οποίες είναι πολύτιμες μεν, αλλά έχουν ακόμη περισσότερες αδυναμίες από την τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη κλινική δοκιμή.
Οι ερευνητές αποφάσισαν να μελετήσουν τη μακρά Covid στην αρχή της κλινικής δοκιμής, κάτι που είναι γνωστό ως καθορισμός προκαθορισμένου αποτελέσματος. Αυτό βοηθά στην αποφυγή της πιθανότητας κάποιος να επιλέξει εκ των υστέρων δεδομένα που ταιριάζουν με το επιθυμητό αποτέλεσμα. Και ενώ είναι πιθανό να υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους εμφανίζεται η νόσος, οι αντιιικές και αντιφλεγμονώδεις επιδράσεις της μετφορμίνης μπορεί να παρέχουν έναν εύλογο μηχανισμό για τα πιθανά οφέλη της.
Αυτά τα ευρήματα, λένε οι επιστήμονες, υποδηλώνουν ότι η μετφορμίνη αξίζει να εξεταστεί πιο προσεκτικά ως μία από αυτές τις επιλογές που πρέπει να μελετηθούν περαιτέρω, σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα όπως το αντιιικό Paxlovid.
ΠΗΓΗ: Gizmodo