Γράφει η Φαίδρα Σαμαρά
Όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος που το όνομα του σφράγισε μια ολόκληρη εποχή, όχι μόνο στην Βρετανία, αλλά σε ολόκληρο το πλανήτη, όλος ο κόσμος θυμάται, άλλοι πενθούν, άλλοι τρίβουν με ευχαρίστηση και μικροπρέπεια τα χέρια τους και πανηγυρίζουν.
Προσωπικά, όταν άκουσα ότι πέθανε η Μάργκαρετ Θάτσερ ομολογώ ότι δάκρυσα. Ήταν η πολιτικός που θαύμαζα από παιδί. Μέσα στο συντηρητικό περιβάλλον που γεννήθηκα και που απαγορευόταν στις γυναίκες της οικογένειας να έχουν άποψη ειδικά για την πολιτική και να είναι υποταγμένες στους άντρες τους, η Θάτσερ ήταν για μένα το μακρινό παράδειγμα ότι ναι οι γυναίκες μπορούν όχι μόνο να μιλούν για την πολιτική που τόσο αγαπούσα, αλλά ακόμη και να ασχοληθούν και αν δουλέψουν σκληρά και το αξίζουν να καταλάβουν ένα από τα ανώτερα αξιώματα μιας δημοκρατικής χώρας με παγιωμένους θεσμούw. Άλλωστε όπως είχε πει κάποτε: «Δεν ξέρω κανέναν που να έχει φτάσει στην κορυφή χωρίς πολλή δουλειά. Αυτή είναι η συνταγή. Δεν θα σε οδηγήσει πάντα στην κορυφή, αλλά θα σε φέρει αρκετά κοντά». Η ηθική της εργασίας, μια ηθική σχεδόν άγνωστη για πολλούς από τους πολιτικούς μας.
Όταν ήμουν παιδί χαιρόμουν που η Θάτσερ ανήκε στον Συντηρητικό χώρο, που ανήκα κι εγώ και ας μην ήξερα τι πρεσβεύει. Όμως δεν ήξερα τότε ότι η γυναίκα αυτή γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα «Εργατικό» (οι πολιτικές πεποιθήσεις της οικογένειας της) περιβάλλον και ότι οι άνθρωποι δεν είναι υποχρεωτικό να ταυτίζονται με τις πολιτικές απόψεις των γονιών τους και να τις μεταφέρουν ως το τέλος της ζωής τους. Όταν φοιτήτρια πια κατάλαβα τι σημαίνει να είσαι συντηρητικός, τι σημαίνει να είσαι σοσιαλδημοκράτης, τι σημαίνει να είσαι φιλελεύθερος και ότι κάπου εκεί ανάμεσα μπορείς να συναντήσεις ένα φιλελευθερισμό με κοινωνικό πρόσωπο, ακόμη κι έναν «Θατσερισμό» με κοινωνικό πρόσωπο βρήκα τη νέα μου ταυτότητα. Η Θάτσερ είχε βάλει τα όρια. Ο Giddens και ο Blair αναμόρφωσαν πάνω σε αυτά την σοσιαλδημοκρατία τουλάχιστον ιδεατά, γιατί μεταξύ θεωρίας και πράξης, υπάρχει πάντα ένα χάσμα. Το να κυβερνάς και όχι να υπακούς είναι τέχνη…