Αγαπητέ Θανάση, αγαπητοί εργαζόμενοι στον τουρισμό…
Αισθάνομαι την ανάγκη να απευθυνθώ σε όλους σας δημοσίως, μέσω αυτής της ανοιχτής επιστολής, μετά από εκείνο το πολυσυζητημένο δελτίο Τύπου που εκδώσατε.
Όχι για να δικαιολογηθώ. Όχι για να σας επικρίνω ή να σας κατηγορήσω γι αυτό. Πόσο μάλλον για να επιτεθώ εναντίον σας, να σας απειλήσω, να επιστρέψω τους χαρακτηρισμούς. Δεν νομίζω άλλωστε ότι έχω αυτό το δικαίωμα, όσο κι αν το περιεχόμενο της ανακοίνωσή σας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμη και υβριστικό για μας τους βουλευτές. Σε κανένα δεν αρέσει να τον ανακηρύσσουν “ανεπιθύμητο πρόσωπο”, κανένας δεν μπορεί να αισθάνεται ευτυχής με τους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς που μας δώσατε. Του αδιάφορου, του διαπλεκόμενου ή του… κοιμισμένου.
Όσο δυσάρεστα και άβολα κι αν ένοιωσα, βλέποντας την κριτική σας να κατακλύζει μέσα ενημέρωσης και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η κατανόηση της δύσκολης θέσης που βρίσκεστε σήμερα, με τον κίνδυνο να γίνει αύριο ακόμη δυσκολότερη, δεν μου επιτρέπει να σας κατηγορήσω, ούτε να οργιστώ. Όσο κι αν είμαι πεπεισμένος ότι η κριτική και οι χαρακτηρισμοί σας είναι άδικοι και δεν μου αξίζουν. Ή μήπως μας αξίζουν;
Είναι αλήθεια ότι με βάλατε σε σκέψεις. Αναρωτήθηκα αν είμαι ειλικρινής, όχι απέναντι σε σας για όσα σας υποσχέθηκα για να σας μετατρέψω σε εκλογική πελατεία, αλλά απέναντι στον εαυτό μου, κι αν εκ του αποτελέσματος, έχω σταθεί στο ύψος των δύσκολων περιστάσεων.
Είναι αλήθεια ότι, όσο κι αν λέω ότι καταλαβαίνω και κατανοώ τη δύσκολη κατάσταση που έχετε βρεθεί, κι εσείς όπως και εκατομμύρια άλλοι εργαζόμενοι στη χώρα, δεν είναι δυνατόν να κατανοήσω πως είναι στ’ αλήθεια να μένεις άνεργος ή απλήρωτος για μήνες. Να μην μπορείς να ζήσεις την οικογένειά σου, να προσφέρεις στα παιδιά σου ούτε καν τα στοιχειώδη. Μέχρι τώρα, προσπαθούσα να σου ξυπνήσω ένα πατριωτισμό μέσα σου, ότι όλα αυτά τα υφίστασαι για το καλό της χώρας, για να αρχίσει κάποια στιγμή η ανάκαμψη, για να ξαναβρείς τη ζωή που σου στερήσαμε.
Ε λοιπόν, Θανάση, σου ομολογώ σήμερα ότι αυτές τις δικαιολογίες τις έλεγα σε σένα, για να τις ακούω εγώ. Κατασκεύαζα με αυτά που σου έλεγα, το δικό μου άλλοθι, τη δική μου ψευδαίσθηση, που μου επιτρέπει ακόμη να κρατώ τη βουλευτική μου καρέκλα και τα προνόμιά της, ενώ η χώρα καταρρέει. Δεν απαρνιέσαι εύκολα την εξουσία. Όποιος σου πει το αντίθετο, σου λέει ψέματα.
Κι εγώ, εδώ που φτάσαμε, δεν θέλω να σου πω άλλα ψέματα. Τέσσερα χρόνια τώρα, στηρίζω κυβερνήσεις και αποφάσεις “για το καλό σου”. Όμως κανένα καλό δεν έρχεται. Όλα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Φοβάμαι ότι έχουμε ακόμη να δούμε πολλά και να ζήσουμε ακόμη περισσότερα…
Δεν θα επικαλεστώ καν τη δικαιολογία ότι εγώ δεν ήμουν βουλευτής το 2011 και δεν ψήφισα το νόμο που κινδυνεύει να σε αφήσει χωρίς επίδομα ανεργίας το χειμώνα. Θέλω να είμαι ειλικρινής. Δεν επρόκειτο να το καταψηφίσω, όπως δεν έχω καταψηφίσει τίποτα μέχρι σήμερα. Το να είμαι ένας πειθήνιος βουλευτής, πιστός στην κομματική πειθαρχία, είναι για μένα ζήτημα πολιτικής επιβίωσης. Θα το ψήφιζα. Και θα σου έλεγα ότι, αν δεν το ψηφίσω, η τρόικα δεν θα μας έδινε τη δόση. Θα το ‘θελες; Και μετά; Πώς θα γινόταν η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών; Το σκέφτηκες αυτό; Βέβαια, η ανακεφαλαιοποίηση έγινε και για να τη δεχτείς σου είπαμε ότι τα λεφτά οι τράπεζες θα τα ρίξουν στην αγορά. Θα τα δώσουν στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Κι εσύ θα έχεις δουλειά και θα πληρώνεσαι! Το ότι τα λεφτά δεν πήγαν στην αγορά, τα κράτησαν οι τράπεζες στα “σεντούκια” τους, τα ξενοδοχεία στέγνωσαν από ρευστό, εσύ αγωνιάς αν θα πάρεις το μισθό σου και αύριο το επίδομά σου, όλα αυτά είναι κάποιες μικρές ασήμαντες “λεπτομέρειες” που δεν πρέπει να τις συζητάμε μεγαλόφωνα, μήπως και ξυπνήσεις και καταλάβεις τι παιχνίδι παίξαμε στην πλάτη σου. Για το καλό σου βεβαίως….
Ούτε θα σε κατηγορήσω που δεν ήρθες να με δεις και να μου πεις αυτοπροσώπως το πρόβλημά σου. Δεν είναι εκεί το θέμα. Σαν κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του τόπου, είμαι υποχρεωμένος να γνωρίζω τα πάντα. Πολύ δε περισσότερο, όταν αγωνιάς και φωνάζεις δύο χρόνια τώρα, από το 2011 που ψηφίσαμε εκείνον τον νόμο που σου έκοψε τα πόδια. Δύο ολόκληρα χρόνια… Και τα γνωρίζω όλα. Κι ας μου λες ότι… κοιμάμαι. Δεν πειράζει, καταλαβαίνω την οργή σου, αλλά πιο πολύ καταλαβαίνω το φόβο που σε έχει κυριεύσει, για το χειμώνα που έρχεται απειλητικός και αβέβαιος.
Ναι, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, η σαιζόν τελειώνει, ήρθε η ώρα ο νόμος να εφαρμοστεί. Έχεις τρομοκρατηθεί. Και με το δίκιο σου. Πώς να σε κατηγορήσω που με βρίζεις (δικαίως ή αδίκως δεν έχει σημασία αυτή την ώρα) όταν εδώ και δύο χρόνια σου υπόσχομαι λύσεις που δεν έρχονται; Δυό χρόνια με παρακολουθείς να… αλληλογραφώ με τα υπουργεία και να κάνω δηλώσεις. Μέχρι τώρα, επί του πρακτέου τίποτα. Χρειάστηκε να με κρεμάσεις στα μανταλάκια ως ανεπιθύμητο, για να τρέξω. Να κλείνω ραντεβού στον ΟΑΕΔ, να συγκαλώ επιτροπές, να προαναγγέλλω τροπολογίες.
Ναι, φοβήθηκα. Φοβήθηκα ότι αυτή η τολμηρή σου κίνηση (τα μανταλάκια εννοώ) θα μου στοιχίσει σε ψήφους. Ξέρεις, μπορεί να έχουμε κι εκλογές. Δεν το διακινδυνεύω να γίνουν εκλογές μετά από ένα χειμώνα που εσείς δεν θα έχετε ούτε κρεμμύδι ούτε ελιά στο τραπέζι σας.
Γι αυτό τρέχω τώρα. Τα πόδια στους ώμους να προλάβω. Τις νύχτες παρακαλώ τον Μεγαλοδύναμο να φωτίσει τον Βρούτση και την τρόικα. Αλλιώς θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα. Κι εσείς κι εμείς, ο καθένας για τους δικούς του λόγους…
Να λοιπόν που με έπιασες σε μια κρίση ειλικρίνειας. Σου ομολογώ ότι, όσο κι αν με βρίζεις, εκ του ανύπαρκτου μέχρι στιγμής αποτελέσματος στο πρόβλημά σου, έχεις δίκιο. Δεν έχω επιχειρήματα να σε αντικρούσω, ούτε θα κρυφτώ πίσω από το κλισέ “είσαι κομματικά υποκινούμενος”. Η ανεργία, η φτώχεια, η ανέχεια, είναι πολύ πιο ισχυρή δύναμη για να σε κινητοποιήσει από τα κάθε λογής απαξιωμένα κόμματα, όπως αυτά που επιμένω να στηρίζω.
Δεν έχω να σου πω τίποτε άλλο…
Τρέχω λοιπόν… Τρέχω να προλάβω έστω και τώρα, να σώσω ότι μπορώ…
ΥΓ. Είναι προφανές ότι αυτή η επιστολή δεν υπάρχει. Είναι ένα φανταστικό κείμενο. Όπως δεν υπάρχει και ο βουλευτής που θα μπορούσε να τη γράψει. Είναι από τα κείμενα που θα χαιρόταν ένας δημοσιογράφος να δημοσιεύσει, όπως θα χαιρόταν και η κοινωνία, ως αποδέκτης αυτού. Γιατί αυτό θα σήμαινε ότι υπάρχει ακόμη κάποιο φως στο βάθος του τούνελ και κάτι που λέγεται “πολιτική ευθιξία”.
Ρένα Παυλάκη – Διακίδη, εκδότης – δημοσιογράφος