Μετά το «πέφτουν οι τιμές», στο πιο δημοφιλές σύντομο (κυβερνητικό) ανέκδοτο, εξελίσσεται το «ανάπτυξη». Ουδόλως επιθυμούμε να λοιδορήσουμε τις αγαθές προθέσεις κι ενδεχομένως τις όποιες προσπάθειες, όμως βρε παιδί μου αυτή η σκληρή πραγματικότητα γύρω μας, άλλα δείχνει.
Όποιος παρακολουθεί συστηματικά, έστω ως απλός θεατής- ακροατής- αναγνώστης, τις εξελίξεις σε διάφορους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, αντιμετωπίζει τουλάχιστον με σκεπτικισμό τις εξαγγελίες περί νέων παραγωγικών μοντέλων κ.τ.λ.
Όταν για παράδειγμα πάψει η Βουλγαρία να είναι η σημαντικότερη χώρα παραγωγής ενδυμάτων για την Ελλάδα, τότε κάτι μπορεί να γίνει. Όχι δεν είναι τυχαίο το παράδειγμα. Στο τέλος του 2012 μόνο το 23% της παραγωγής ενδυμάτων γινόταν στην Ελλάδα. Το υπόλοιπο…. 77% πραγματοποιείτο εκτός Ελλάδος! Κύρια χώρα παραγωγής, η Βουλγαρία με 57%.
Ούτε λίγο ούτε πολύ 250 ελληνικές επιχειρήσεις ένδυσης δραστηριοποιούνται στην νοτιοανατολική Ευρώπη, απασχολώντας 22.000 εργαζόμενους. Διακόσιες πενήντα ελληνικές επιχειρήσεις που έφυγαν από δω, αν δεν καταλάβατε.
Αν τις ρωτήσετε, δε, το γιατί, θα σας πουν ότι το σημαντικότερο πλεονέκτημα είναι το χαμηλό κόστος εργασίας. Αν τις ρωτήσετε για τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είναι η δυσκολία εξεύρεσης εξειδικευμένου προσωπικού, τα ποιοτικά προβλήματα και οι χρονικές καθυστερήσεις…
Ναι, αλλά χωρίς την ιδανική σχέση ποιότητας-τιμής δεν πας πουθενά σήμερα. Και το ερώτημα είναι αν θέλεις να είσαι χώρα χαμηλού κόστους ή χώρα παραγωγής προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία.
Διαλέγουμε και παίρνουμε.