Η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εισηγηθεί μια προσωρινή επιβολή πλαφόν στην ανώτατη τιμή του φυσικού αερίου μπορεί να κινείται στη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο η επιβάρυνση για τους εθνικούς προϋπολογισμούς και τα νοικοκυριά θα ήταν πολύ μικρότερη αν είχε αναληφθεί πριν από τρεις μήνες.
Είναι προφανές ότι η Ε.Ε. και σε αυτήν την κρίση κινήθηκε με καθυστέρηση. Σε ένα βαθμό είναι φυσιολογικό και θεμιτό αν αναλογιστεί κανείς ότι για τη λήψη απόφασης σε ένα τόσο σοβαρό θέματα απαιτείται πολύ μεγάλη συναίνεση και ενίοτε ομοφωνία και όταν πρόκειται για 27 χώρες με διαφορετικά συμφέροντα, πολλές φορές και διαμετρικά αντίθετα, τότε τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα.
Ωστόσο στο συγκεκριμένο θέμα, η Κομισιόν δεν έπαιξε σωστά τον ρόλο της, γιατί πήρε από την αρχή θέση ταυτιζόμενη με τις χώρες του Βορρά, οι οποίες με το πρόσχημα της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς ενέργειας και δήθεν της ασφάλειας εφοδιασμού, δεν ήθελαν καμία αλλαγή του ισχύοντος συστήματος καθορισμού των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας.
Ενιαίο «καλάθι»
Το σημερινό σύστημα μπορεί να ήταν καλό όσο η τιμή του φυσικού αερίου ήταν χαμηλή. Κι αυτό γιατί η τιμή χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο βγαίνει με βάση ένα «καλάθι» το οποίο περιλαμβάνει όλες τις μορφές ενέργειας, δηλαδή την προερχόμενη από: ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ), κάρβουνο-λιγνίτη, πυρηνικά εργοστάσια, φυσικό αέριο. Σε αυτό το καλάθι η στάθμιση του φυσικού αερίου είναι κυρίαρχη και σε περίοδο εξωφρενικά υψηλής τιμής, όπως αυτή των τελευταίων μηνών, παρασύρει στα ύψη και τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι Γερμανοί «μπλοκάρισαν» από την αρχή το αίτημα των χωρών του Νότου είτε να μπει πλαφόν στην ανώτατη τιμή φυσικού αερίου είτε το φυσικό αέριο να βγει από το καλάθι. Και δυστυχώς, τους ακολούθησε και η Επιτροπή η οποία παρά τις εκκλήσεις των πολλών χωρών, απέφευγε επιμελώς να αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση του πλαφόν.
Η άρνηση του Βερολίνου να δεχθεί το πλαφόν δεν είχε να κάνει με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, αλλά όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, τους Γερμανούς δεν τους ενδιέφερε αν η τιμή του φυσικού αερίου ήταν στα ύψη, αλλά ο στόχος τους ήταν να έχουν πρόσβαση σε ικανές ποσότητες του προϊόντος. Γιατί λεφτά έχουν, φυσικό αέριο δεν ήταν σίγουροι ότι θα βρουν, με δεδομένο ότι χάνουν τον βασικό προμηθευτή τους, τη Μόσχα. Δηλαδή το σχέδιο του Βερολίνου ήταν να παραμείνει η τιμή του φυσικού αερίου στα ύψη, να υποχρεωθούν οι άλλες χώρες να κάνουν οικονομίες στην κατανάλωση, ώστε να έχουν εύκολη πρόσβαση σε όσες ποσότητες χρειαστούν. Οσο «μακιαβελικό» κι αν φαίνεται, στις Βρυξέλλες πιστεύουν ότι αυτός ήταν ο στόχος.
Ωστόσο, τα πράγματα εξελίχθηκαν άσχημα για τη γερμανική κυβέρνηση, μετά τη δημοσιοποίηση της απόφασης να διαθέσει 200 δισ. ευρώ για την επιδότηση της κατανάλωσης φυσικού αερίου από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Το παραπάνω ποσό είναι κολοσσιαίο, πρόκειται για το 7% του γερμανικού ΑΕΠ ή 1,5 φορά τον ετήσιο προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης…
Στα… κάγκελα
Στην ουσία οι Γερμανοί που μπορούν να δανειστούν όσα χρήματα θέλουν με το μικρότερο επιτόκιο της αγοράς, μπορούν να διαλύσουν τις οικονομίες όλων των άλλων χωρών και κυρίως της μεγάλων, όπως η Ιταλία, που δεν έχουν μεγάλες δημοσιονομικές δυνατότητες. Ολες οι χώρες του Νότου βρέθηκαν στα… κάγκελα και ο Ιταλός πρωθυπουργός κατηγόρησε ευθέως το Βερολίνο ότι παραβιάζει τους κοινοτικούς κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων και δημιουργεί αθέμιτο ανταγωνισμό, που οδηγεί σε κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς της Ε.Ε.
Διάχυτη είναι η άποψη στις Βρυξέλλες ότι για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η ανάληψη πρωτοβουλίας με στόχο την επιβολή πλαφόν στην ανώτατη τιμή φυσικού αερίου ήταν μονόδρομος γιατί είχε αρχίσει να γίνεται στόχος πολλών κυβερνήσεων, κυρίως της Ιταλίας, αλλά και της Γαλλίας. Συνεπώς, η πρόεδρος Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, που είναι και Γερμανίδα, αν δεν αναλάμβανε την πρωτοβουλία, θα έμπαινε για τα καλά στο στόχαστρο των περισσότερων χωρών και η Ε.Ε. σε μεγάλες περιπέτειες.
Στόχος το πιο φθηνό ηλεκτρικό ρεύμα
Αναφορική με την ουσία, η Επιτροπή θα κινηθεί ταυτόχρονα σε διαφορετικά μέτωπα με έναν στόχο, τη μείωση της τιμής του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας.
Βρίσκεται ήδη σε συζητήσεις με ιστορικούς προμηθευτές, όπως η Νορβηγία, και κατά δεύτερο λόγο η Αλγερία, για την υπογραφή μακροπρόθεσμων συμβολαίων με χαμηλότερες τιμές. Επίσης έχει γίνει παρέμβαση και στον Λευκό Οίκο προκειμένου οι Αμερικανοί προμηθευτές υγροποιημένου φυσικού αερίου να ρίξουν τις τιμές, γιατί αυτήν την περίοδο βγάζουν κέρδη τοκογλύφων… Η εκτίμηση που επικρατεί στις Βρυξέλλες είναι ότι υπάρχουν περιθώρια συνεννόησης με τους προμηθευτές.
Από εκεί και πέρα καθοριστική θεωρείται η παρέμβαση για επιβολή προσωρινού πλαφόν στην ανώτατη τιμή του φυσικού αερίου, αλλά μόνο αυτού που χρησιμοποιείται από τα θερμικά εργοστάσια για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Πρόκειται για την πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης που είχε παρουσιάσει τους προηγούμενους μήνες ο ίδιος ο πρωθυπουργός στην Κομισιόν και στους εταίρους, αλλά τότε οι Βρυξέλλες και οι Γερμανοί την απέρριπταν κατηγορηματικά. Το πλαφόν, εφόσον αποφασιστεί, γιατί δεν είναι ακόμη βέβαιο, θα αποκλιμακώσει τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας. Θα είναι μεταβατικό μέχρι να αναθεωρηθεί το «καλάθι» με τα ενεργειακά προϊόντα, όπου θα περιοριστεί η στάθμιση του φυσικού αερίου.
Τα επόμενα βήματα
Στις Βρυξέλλες πιστεύουν ότι τα μέτρα αυτά σε συνδυασμό με εκείνα που έχουν ήδη ληφθεί θα οδηγήσουν σε μείωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ θα ανασάνουν και τα δημόσια οικονομικά γιατί σε μια τέτοια εξέλιξη η στήριξη θα περιοριστεί μόνο για τους χρήστες του φυσικού αερίου, δηλαδή όσους το χρησιμοποιούν για θέρμανση, καθώς και τη βιομηχανία.
Αναφορικά με τα επόμενα βήματα, η πρωτοβουλία της Κομισιόν δίνει μεγάλες πιθανότητες υλοποίησης του παραπάνω σεναρίου, γιατί θα είναι πολύ δύσκολο για τους Γερμανούς και κάποιες άλλες πλούσιες χώρες του Βορρά (Ολλανδία, Σουηδία, Αυστρία) να «μπλοκάρουν» την επιβολή του πλαφόν. Επιπλέον, με δεδομένες τις αντιδράσεις για το πακέτο των 200 δισ. ευρώ που θέλουν να εφαρμόσουν, θα είναι πολύ δύσκολο για αυτούς να ανοίξουν ένα ακόμη μέτωπο. Αν και τίποτα δεν πρέπει να αποκλειστεί, όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε σε καλό δρόμο για μια αποκλιμάκωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας.