Εμβολιασμούς και γενικότερα μέτρα προφύλαξης από τον ιό της ιλαράς συστήνει με αφορμή την επιδημική έξαρση της νόσου, η γενική διεύθυνση Δημόσιας Υγείας της Περιφέρειας Αττικής.
Τα στοιχεία για τη διάγνωση και την πρόληψη της νόσου προέρχονται από την Ελληνική Παιδιατρική Εταιρεία και το Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων και Πρόληψης Νοσημάτων. Σύμφωνα με αυτά, η ιλαρά είναι ιογενής λοίμωξη υψηλής μεταδοτικότητας με έντονα καταρροϊκά συμπτώματα, εξανθηματικά, πυρετόβήχα, επιπεφυκίτιδα και φωτοφοβία, διάρκειας 5-6 ημερών.
Η νόσος παρουσιάζει πολύ υψηλή μεταδοτικότητα, μόνο στον άνθρωπο, κυρίως αερογενώς Η μετάδοση γίνεται 4 ημέρες πριν από την έκθυση του εξανθήματος έως 4 ημέρες. Είναι πιο σοβαρή σε βρέφη και ενήλικες, κυρίως λόγω επιπλοκών. Ο ιός εισέρχεται στον οργανισμό από το αναπνευστικό σύστημα και εγκαθίσταται στον αναπνευστικό βλεννογόνο και τους επιχώριους λεμφαδένες όπου και πολλαπλασιάζεται. Ο ιός μπορεί να επιβεβαιωθεί στα ούρα, σε ρινοφαρυγγικές εκκρίσεις και στο αίμα πασχόντων ατόμων με καλλιέργεια.
Άτομα που έχουν νοσήσει στο παρελθόν έχουν ανοσία. Βρέφη από άνοσες μητέρες είναι προστατευμένα μέχρι την ηλικία των 6-9 μηνών. Ο εμβολιασμός στην ηλικία των 12-15 μηνών προσφέρει ανοσία σε ποσοστό 94-98%, ενώ ο επανεμβολιασμός ανεβάζει το ποσοστό στο 99%.
Ειδικότερα, η Ελληνική Παιδιατρική Εταιρεία συνιστά:
- Τον άμεσο εμβολιασμό των ανεμβολίαστων ατόμων, που δεν έχουν νοσήσει στο παρελθόν, εκτός των εγκύων και ανοσοκατασταλμένων.
- Για τα βρέφη, να γίνει η 1η δόση του εμβολίου στους 12 μήνες (αντί στους 16), και μετά από 3 μήνες να χορηγείται και η 2η δόση.
Για τον περιορισμό της εξάπλωσης της νόσου προτείνεται:
- Παιδιά με ιλαρά να απομακρύνονται από το σχολείο για 4-5 ημέρες από την εμφάνιση του εξανθήματος. Αν υπάρχουν παιδιά του στενού περιβάλλοντος των κρουσμάτων με πρόδρομα καταρροϊκά φαινόμενα, πρέπει να γίνει περιορισμός της επικοινωνίας με ευπαθή άτομα, ιδίως βρέφη και εγκυμονούσες.
- Εμβολιασμός των στενών επαφών – αν γίνει εντός 72 ωρών από την έκθεση στον ιό προσφέρει ικανοποιητική προστασία.
- Διερεύνηση των επαφών και της πηγής μόλυνσης: Θα πρέπει να γίνει έλεγχος για εντοπισμό της πηγής μόλυνσης και αναζήτηση άλλων πιθανών κρουσμάτων στο ευρύτερο περιβάλλον του ασθενούς.