Στις 25 Νοεμβρίου 2016, με άρθρο μου στο rizopoulospost με τίτλο «Τί θα επικρατήσει στην Κύπρο τελικά;» είχα προεξοφλήσει την αποτυχία των διαπραγματεύσεων επίλυσης του Κυπριακού στα βουνά της Ελβετίας εστιάζοντας στην ανάγκη για αναπροσανατολισμό της διαπραγματευτικής στρατηγικής της ελληνοκυπριακής πλευράς στην προοπτική της οριστικής διχοτόμησης με προηγούμενη επιστροφή σημαντικών εδαφών στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Μια στρατηγική που θα πρέπει πλέον να στηρίζεται σε μια ρεαλιστική φόρμουλα συνύπαρξης ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων στο ίδιο νησί αλλά όχι συνδιοίκησης ή συγκυριαρχίας, εξηγώντας και τους ιστορικούς λόγους που το μοντέλο θα αποτύγχανε εν τη γενέσει του. Μίλησα ανοικτά για το ότι η πραγματική διαπραγμάτευση αργά ή γρήγορα θα καταλήξει να είναι το «πάρε-δώσε» στο εδαφικό με απώτερο στόχο την δημιουργία δυο ανεξαρτήτων κρατών στο νησί. Και πως αύτη η στροφή στις διαπραγματεύσεις θα μπορούσε να ξεκινήσει από την Τουρκία, υπο την πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης, με την ελληνική πλευρά να καλείται να αποφασίσει αν η προοπτική της διχοτόμησης με προηγούμενη επιστροφή ελληνικών εδαφών είναι προοπτική επίλυσης του Κυπριακού ή καταδικάζεται αναφανδόν.
Από την στάση της Τουρκίας και των τουρκοκυπρίων στην Ελβετία τόσο εμείς όσο και οι εμπλεκόμενοι διεθνείς παράγοντες αντιμετώπισαν αυτό που όλοι ξέραμε από την αρχή αλλά αρνούμασταν να αποδεχθούμε. Πως η πραγματική της θέληση δεν είναι η επίλυση του Κυπριακού με όρους διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας στο πλαίσιο της οποίας θα συνυπάρχουν ειρηνικά οι δυο πληθυσμιακές ομάδες, αλλά η δημιουργία ενός ενιαίου κράτους-δορυφόρου της Τουρκίας στο οποίο θα έχει δικαίωμα επέμβασης όποτε εκείνη το κρίνει αλλά και δικαίωμα παραμονής χιλιάδων στρατιωτών της σε ξένο κυρίαρχο έδαφος. Ουσιαστικά επιθυμεί να λειτουργήσει ως χωροφύλακας σε μια άλλη κυρίαρχη χώρα προκειμένου να διασφαλίσει την δική της γεωστρατηγική ισχύ στην περιοχή αλλά και να καρπωθούν οι τούρκοι πολίτες της Κύπρου δικαιώματα και ελευθερίες όπως αυτές που απολαμβάνουν όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες. Η δήλωση δε του Τούρκου ΥΠΕΞ Τσαβούσογλου- δήλωση η οποία εκμαιεύθηκε από τον Έλληνα ΥΠΕΞ Ν. Κοτζιά και αποτελεί μια σημαντική επιτυχία της ελληνικής πλευράς- πως «θέλουμε να έχουμε στρατεύματα στο νησί γιατί μπορεί να χρειαστεί να τα χρησιμοποιήσουμε στο μέλλον» είναι η πλέον ενδεικτική του πώς αντιμετωπίζουν οι Τούρκοι το όλο ζήτημα. Για την Τουρκία “ενιαία και ανεξάρτητη Κύπρος” νοείται κατουσίαν μια εξαρτημένη απο τους ίδιους ενιαία Κυπριακή Δημοκρατία. Με άλλα λόγια, απώτερη επιδίωξη τους είναι η επέκταση της ισχύος και της επιρροής τους στην ενιαία Κύπρο ποντάροντας τόσο στην αλλαγή των πληθυσμιακών δεδομένων μεσοπρόσθεσμα στο νησί όσο και την ίδια την αποτυχία της συν-διοίκησης νομιμοποιώντας έτσι την παράνομη μέχρι σήμερα τουρκική εισβολή και κατοχή.
Το ερώτημα που γεννάται είναι πως ακόμα και αν βρεθεί μια λύση στην κατεύθυνση της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας, ακόμα και αν εγκριθεί με δημοψηφίσματα, ποιος μπορεί να εμπιστευθεί μια Τουρκία με τέτοιες αντιλήψεις και τέτοια επιθετική νοοτροπία; Πώς μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά ένα σύστημα διακυβέρνησης όπου κατά το ήμισυ θα επηρεάζεται καθημερινά από τις γεωπολιτικές ορέξεις και προτεραιότητες ενός ξένου ηγέτη (εν προκειμένω του Ερντογάν), ο οποίος συνεχώς συμπεριφέρεται σαν το κακομαθημένο παιδί της Ευρασίας;
Τόσο η ελληνική όσο και η ελληνοκυπριακή πλευρά πέτυχαν δυο μεγάλες νίκες από την τελευταία προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού. Πρώτον απέβαλλαν από πάνω τους την διεθνή αίσθηση πώς για την μη επίλυση φταίνε περισσότερο οι ελληνοκύπριοι παρά οι τουρκοκύπριοι, αντίληψη που είχε παγιωθεί μετά το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν. Δεύτερον, κατάφεραν να συστοιχίσουν τόσο τις ΗΠΑ όσο και την Ε.Ε μαζί τους εκφράζοντας και οι δυο πλευρές ξεκάθαρη θέση για το ζήτημα τόσο των εγγυήσεων και της ασφάλειας, όσο και του πώς αντιλαμβάνονται την λύση του Κυπριακού. Η ελληνική πλευρά μπορεί να μην είδε το Κυπριακό να λύνεται στην Ελβετία αλλά εξασφάλισε το πάνω χέρι στην μελλοντική επίρριψη της ευθύνης για το ποιος υπονόμευσε την προσπάθεια επίλυσης. Και αυτή η νίκη της δίνει την ευελιξία να κινηθεί και στην εξέταση άλλων εναλλακτικών μορφών επίλυσης του Κυπριακού χωρίς να κατηγορηθεί ότι εγκαταλείπει τις διαπραγματεύσεις.
Πλέον όμως βρισκόμαστε στο σημείο καμπής. Είναι τώρα η στιγμή που πρέπει να αποφασίσουμε τι είναι αυτό που διασφαλίζει περισσότερο το εθνικό συμφέρον της Κύπρου και της Ελλάδος. Μια ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία με ενισχυμένη εδαφική επικράτεια ή μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με άδικη κατανομή εξουσιών εις βάρος των ελληνοκυπρίων που αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει με ενδεχόμενο κίνδυνο μια περαιτέρω κατάληψη εδαφών της Μεγαλονήσου από τα τουρκικά στρατεύματα που τόσο πολύ αγαπάει ο Τσαβούσογλου; Μια ανεξάρτητη Κύπρος απαλλαγμένη απο τον βραχνά του Κυπριακού, πλήρες μέλος της Ε.Ε. (αλλά και του ΝΑΤΟ) και με μια τουρκοκυπριακή κοινότητα δίπλα της που δεν θα καταφέρει ποτέ να φτάσει στο επίπεδο ανάπτυξης της ελληνοκυπριακής πλευράς ή ένα άνισο ομοσπονδιακό μόρφωμα υπο την συνεχή απειλή της εισβολής της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης; Ή μήπως υπάρχει κάποια άλλη επιλογή που δεν γνωρίζουμε;
Το σίγουρο είναι πως οποιαδήποτε προσπάθεια επανέναρξης των ίδιων συνομιλιών με την ίδια φόρμουλα επίλυσης και υπο το ίδιο πολιτικό και γεωστρατηγικό περιβάλλον δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ένα ακόμα ναυάγιο. Χρειάζεται με άλλα λόγια αποδοχή της πραγματικότητας και στροφή σε πιο ρεαλιστικές λύσεις, όπως αυτή που προτείνεται παραπάνω. Η τακτική δε του να αφήνουμε το πρόβλημα να διαιωνίζεται είναι μεν μια λύση μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα η οποία όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει ες αεί. Λειτούργησε άλλωστε 40 χρόνια με τα γνωστά αποτελέσματα για την διαπραγματευτική ισχύ τόσο της Κύπρου όσο και της Ελλάδος…
Οι υδρογονάνθρακες κλειδί για την λύση;
Σήμερα είναι μια ιστορική ημέρα για την Κύπρο καθώς ξεκινούν οι έρευνες για υδρογονάνθρακες στο οικόπεδο 11 της κυπριακής ΑΟΖ παρά τις τουρκικές απειλές. Το πλωτό γεωτρύπανο της γαλλοϊταλικής κοινοπραξίας Total-Eni βρίσκεται ήδη στο σημείο, ενώ βόρεια το οικοπέδου πλέει το αμερικανικό αεροπλανοφόρο USS George HW Bush. Είναι σίγουρο πως η Τουρκία θα αντιδράσει σε αυτήν την εξέλιξη είτε με στρατιωτικά είτε με πολιτικά μέσα είτε και με τα δυο. Στο καλό σενάριο θα προσπαθήσει να επιταχύνει την επανέναρξη των συνομιλιών δείχνοντας το καλό παιδί στην διεθνή κοινότητα και απαιτώντας παράλληλα εμπλοκή με την διαδικασία της εξόρυξης των υδρογονανθράκων. Στο κακό σενάριο θα λειτουργήσει και πάλι αντιδραστικά και αλαζονικά αξιοποιώντας στρατιωτικά ή διπλωματικά μέσα για να παρεμποδίσει την ομαλή συνέχιση των εξορύξεων.
Η μεγαλύτερη νίκη από τα βουνά της Ελβετίας για την ελληνική πλευρά είναι η παρακάτω δήλωση εκπροσώπου του Στειτ Ντιπάρτμεντ: «Η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών για την ΑΟΖ της Κύπρου είναι μακρά. Αναγνωρίζουμε το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας να αναπτύξει τους πόρους της στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της. Συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι οι πόροι πετρελαίου και φυσικού αερίου του νησιού, όπως και όλοι οι πόροι του, θα πρέπει να κατανέμονται ακριβοδίκαια και μεταξύ των δύο κοινοτήτων στο πλαίσιο μιας συνολικής διευθέτησης. Συνεχίζουμε να αποθαρρύνουμε δράσεις που αυξάνουν τις εντάσεις στην περιοχή».
Μπορεί η λύση να κρύβεται σε μια προοπτική διχοτόμησης μεταξύ των δυο κοινοτήτων όπου το ποσοστό επιστροφής εδαφών από της τουρκοκυπριακή στην ελληνοκυπριακή πλευρά να κρύβεται στον βαθμό κατανομής των πόρων μεταξύ των δυο πλευρών που θα προκύψουν από τις εξορύξεις; Είμαστε έτοιμοι να εργαστούμε πάνω σε αυτό το σενάριο;