Το πείραμα του Μίλγκραμ επανέλαβαν ερευνητές της Σχολής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών στην Πολωνία και τα αποτελέσματα δεν διαφέρουν πολύ από εκείνα, όταν το πείραμα είχε διεξαχθεί για πρώτη φορά το 1960.
Σκοπός του πειράματος ήταν να αποδείξει ότι κάτω από πιέσεις τις εξουσίας, οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να εκτελέσουν εντολές, ακόμη κι αν αυτές βλάπτουν άλλους ανθρώπους. ΄
Έτσι, στην επανάληψη του πειράματος, οι συμμετέχοντες -40 άντρες και 40 γυναίκες, ηλικίας 18-69- κλήθηκαν να πατήσουν δέκα κουμπιά, με τα οποία ασκούσαν ηλεκτροσόκ, διαφορετικής έντασης ανάλογα με τον αριθμό, σε άλλους ανθρώπους. Το 90% ήταν πρόθυμοι να πατήσουν το κουμπί που ασκούσε το πιο έντονο ηλεκτροσόκ, κάτω από παροτρύνσεις των ερευνητών.
Στην ουσία, τα άτομα που ήταν στην απέναντι μεριά και «πάθαιναν» ηλεκτροσόκ, ήταν ηθοποιοί και επομένως το ηλεκτροσόκ ήταν υποτιθέμενο -κάτι που δεν γνώριζαν εκείνοι που πατούσαν τα κουμπιά.
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι στην περίπτωση που το άτομο που πάθαινε ηλεκτροσόκ ήταν γυναίκα, ο αριθμός των ανθρώπων που αρνούνταν να εκτελέσουν την εντολή πατώντας κι άλλα κουμπιά ήταν κατά τρεις φορές μεγαλύτερος από εκείνον, όταν το «θύμα» ήταν άντρας.
Σημειώνεται ότι στην περίπτωση του Μίλγκραμ τα δύο τρίτα ήταν διατεθειμένα να προβούν στο πιο ισχυρό ηλεκτροσόκ με 450 βολτ, ενώ στην περίπτωση του σύγχρονου πειράματος στην Πολωνία το 90% (δηλαδή 9 στους 10).