Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Κάτι λιγότερο από ένας μήνας μένει για την επισφράγιση της μετακόμισης του πανίσχυρου Γερμανού Οικονομικών Σόιμπλε στην προεδρία της Γερμανικής Βουλής, όπου τον περιμένουν ακόμα περισσότερες περιπέτειες μετά την είσοδο του AFD. Ήδη έχουν ξεκινήσει και επίσημα τα σενάρια διαδοχής του στο ισχυρό χαρτοφυλάκιο του Υπουργού Οικονομικών.
Ο ίδιος μετά από δηλώσεις του στον Γερμανικό Τύπο τονίζει πως είχε αποφασίσει την αποχώρηση του από το Υπουργείο, ενώ απορρίπτει την απαίτηση να επιβληθεί όριο στον αριθμό των μεταναστών και των προσφύγων που υποδέχεται η Γερμανία, κάνοντας λόγο για ένα «κάλπικο επιχείρημα». Υπερασπίζεται δε την απόφαση που είχε λάβει η Μέρκελ το 2015 να ανοίξει τα σύνορα της Γερμανίας και η χώρα να υποδεχθεί έκτοτε πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους που εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους στη Μέση Ανατολή και την Αφρική για να σωθούν από τους πολέμους.
Οι μνηστήρες για τον περιζήτητο θώκο είναι πολλοί και η λίστα διακομματική. Μέχρι τώρα οι επικρατέστεροι είναι το ηγετικό δίδυμο των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), με τον αντιπρόεδρο Βόλφγκανγκ Κουμπίκι να έχει ελαφρύ προβάδισμα έναντι του επικεφαλής του κόμματος και εξαιρετικά σκληρού στο ελληνικό ζήτημα Κρίστιαν Λίντνερ.
Το who is who των μνηστήρων
Με τα πράγματα να οδηγούνται σε μία κυβέρνηση τύπου «τζαμάϊκα» η αντικατάσταση του Σόιμπλε ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρη, ενώ η κατεύθυνση των ζυμώσεων που γίνονται μεταξύ των γερμανικών κομμάτων, είναι πως το υπουργείο οικονομικών κατά πάσα περίπτωση θα πάει στους Φιλελεύθερους.
Παρόλα αυτά είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξει προσωρινός υπουργός Οικονομικών τουλάχιστον μέχρι να κλείσουν οι διαπραγματεύσεις και να ανακοινωθεί το νέο κυβερνητικό σχήμα.
Σε ότι αφορά τους φιλελεύθερους ένα από τα φαβορί από την πλευρά των Φιλελεύθερων είναι ο Κρίστιαν Λίντνερ, ο οποίος είναι ο άνθρωπος που πέτυχε την πολιτική “ανάσταση” του κόμματος μετά την αποτυχία του να εκπροσωπηθεί στη γερμανική βουλή το 2013.
Εξελέγη βουλευτής για πρώτη φορά το 2000 κι ήταν, τότε, το νεότερο μέλος του κοινοβουλίου, σε ηλικία μόλις 21 ετών. Μάλιστα, είχε προλάβει να αποκτήσει μεταπτυχιακό δίπλωμα και να εργαστεί για λίγο σε μια startup εταιρεία. Πάντως η καγκελάριος δεν είναι πολύ θερμή στην ανάθεση του συγκεκριμένου υπουργείου στον Λίντνερ.
Ένας δεύτερος πιθανός υποψήφιος για την πολυπόθητη θέση είναι ο Κουμπίτσκι, ο οποίος έπαιξε ένα μεγάλο ρόλο στην «ανάσταση» του FDP από τις στάχτες του, ενώ την δεκαετία του ’90, πρωταγωνίστησε στη δημιουργία μιας κυβέρνησης στο κρατίδιο Σλέσβιγκ- Χολστάιν, όπου συνεργάστηκε με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Πράσινου,ς όπως ακριβώς δηλαδή πρόκειται να γίνει και σε ομοσπονδιακό επίπεδο τώρα.
Επόμενος υποψήφιος είναι ο Βόλκερ Βίσινγκ, πρώην μέλος της Επιτροπής Οικονομικών. Είναι πρόεδρος της επιτροπής χρηματοπιστωτικής και φορολογικής πολιτικής του κόμματος και έχει εμπειρία συνεργασίας με τους Πράσινους στην κυβέρνηση της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ρηνανίας- Παλατινάτου, όπου είναι υπουργός οικονομίας.
Ένας υποψήφιος που ξέρει καλά τα μονοπάτια των Βρυξελλών είναι ο Αλεξάντερ Γκραφ Λάμπσντορφ, ο οποίος είναι Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ενώ ξεκίνησε τη διπλωματική του σταδιοδρομία στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν υπηρέτησε στη γερμανική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον. Είναι ανιψιός του Ότο Γκραφ Λάμπσντορφ, υπουργού οικονομίας στις κυβερνήσεις του καγκελαρίου Χέλμουτ Σμιτ και του Χέλμουτ Κολ.
Ένας υποψήφιος, του οποίου το όνομα «ακούγεται» αρκετά είναι ο Βέρνερ Χόιερ, ο οποίος είναι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Το όνομα του συγκεκριμένου αναφέρεται έντονα από το Βερολίνο ως πιθανός υπουργός περισσότερο για τις διεθνείς επαφές του παρά για τις πολιτικές του σχέσεις.
Βέβαια, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το υπουργείο να παραμείνει στους Χριστιανοδημοκράτες, το οποίο θα γίνει μόνο σε περίπτωση που η εξέλιξη των διαπραγματεύσεων οδηγήσει σε ανατροπή των σημερινών δεδομένων και το υπουργείο Οικονομικών παραμείνει στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, οι κυριότεροι υποψήφιοι είναι οι ακόλουθοι:
Ένας από αυτούς είναι η Ούρσουλα βαν ντερ Λόϊεν, νυν υπουργός Άμυνας της Γερμανίας. Αν και δεν θεωρείται μεταξύ των στενών συνεργατών της Μέρκελ, ωστόσο έχει υπηρετήσει και στις τρεις κυβερνητικές της θητείες στην κυβέρνηση. Η Μέρκελ απέρριψε το 2011 την πρότασή της να αναγκάσει τα προβληματικά κράτη του ευρώ να καταθέσουν αποθεματικά ως ασφάλεια, αλλά η κρίση χρέους έχει μειωθεί και η βαν ντερ Λόιεν μπορεί να ευελπιστεί σε μια καλύτερη θέση
Από την άλλη, ένα από τα πρόσωπα εμπιστοσύνης της Μέρκελ, του οποίου το όνομα ακούγεται έντονα είναι ο Πίτερ Αλτμάγιερ, ο οποίος είναι εδώ και αρκετά χρόνια επικεφαλής του προσωπικού και διευθυντής του πολιτικού γραφείου της Μέρκελ, έχει επιρροή στο εσωτερικό του κόμματος, περίπου όση και ο Σόιμπλε: του ανατέθηκε κι έφερε εις πέρας την ενεργειακή στροφή από τις κλασικές πηγές στις ανανεώσιμες και κατόπιν υπήρξε πετυχημένος συντονιστής στην κρίση των προσφύγων. Το γεγονός ότι ο Αλτμάγιερ στερείται σημαντικών οικονομικών γνώσεων μπορεί να έχει μικρότερη σημασία από το αν η Μέρκελ μπορεί να αντέξει να του αναθέσει μια δουλειά που απαιτεί συχνά ταξίδια στο εξωτερικό.
Τέλος, δυο ακόμα αουτσάιντερς, προέρχονται ο πρώτος από τον κυβερνητικό εταίρο των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας (CSU), οι οποίοι θέλουν να δείξουν πως διαθέτουν ακόμα ισχυρό έρεισμα στην Κυβέρνηση παρά το μικρό ποσοστό που συγκέντρωσαν, ενώ ο άλλος είναι από τους Πρασίνους, οι οποίοι δεν φαίνεται να κάνουν κίνηση για το χαρτοφυλάκιο των οικονομικών.
Ο Μάρκους Σέντερ, υπουργός Οικονομικών στο ελεγχόμενο από το CSU κράτος της Βαυαρίας από το 2011 έχει καταγραφεί ως δυνητικός υποψήφιος. Ενώ είναι σκληροπυρηνικός όσον αφορά στη δημοσιονομική πειθαρχία στη ζώνη του ευρώ, ο Σέντερ είναι επίσης ισχυρός υποψήφιος για να αναλάβει τη θέση του πρωθυπουργού της Βαυαρίας όταν αυτή χηρέψει, αργά ή γρήγορα. Σε κάθε περίπτωση, ο Σέντερ έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν ενδιαφέρεται να μετακινηθεί από το Μόναχο στο Βερολίνο.
Από τους πρασίνους είναι ο Τζεμ Οζντεμίρ, συναρχηγός των Πρασίνων δεν έπαιξε ποτέ ένα πολιτικό παιχνίδι για να γίνει υπουργός Οικνοομικών. Είναι περισσότερο γνωστός για τις δηλώσεις του περί εξωτερικής πολιτικής. Συχνά αναφέρεται ως πιθανός υπουργός εξωτερικών, θυμίζοντας τον πράσινο προκάτοχό του, Γιόσκα Φίσερ. Αλλά τίποτα δεν αποκλείεται, όταν ξεκινούν οι διαπραγματεύσεις.