Η πανδημία με τις απρόβλεπτες συνέπειές της υποχρέωσε εννέα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρωζώνης να απομυζήσουν μέρος των κεφαλαίων, που έχουν θέσει κατά μέρος έναντι κινδύνων, επωφελούμενες από τη χαλάρωση των προϋποθέσεων που αποφάσισε η ΕΚΤ εξαιτίας των έκτακτων συνθηκών.
Αν και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν κατονόμασε αυτές τις εννέα τράπεζες, στην ετήσια επιθεώρηση του κλάδου υπάρχουν αρκετά ενδεικτικά στοιχεία. Στην εν λόγω έκθεση φαίνεται πως τέσσερις από αυτές μετά δυσκολίας εκπληρώνουν τις προδιαγραφές κεφαλαιακής επάρκειας, ακόμα κι αν συνυπολογιστούν τα μέτρα ανακούφισης από τις επιπτώσεις του κορωνοϊού.
Βάσει των μέτρων αυτών, δόθηκε η δυνατότητα στις τράπεζες να κάνουν χρήση μέρους των προβλέψεών τους για να απορροφήσουν ζημίες έως και την εκπνοή του 2022. Κι αυτό αποφασίστηκε, ώστε να μην αναγκαστούν να διακόψουν τις χορηγήσεις στον ίδιο τον μηχανισμό της οικονομίας.
Σε δελτίο τύπου της ΕΚΤ αναφέρεται ότι «οι τράπεζες με περιορισμένες δυνατότητες κινήσεων, δηλαδή με μικρό περιθώριο ανάμεσα στην αναλογία κεφαλαίου και τις ελάχιστες προδιαγραφές κεφαλαιακής επάρκειας, έλαβαν ορισμένες συστάσεις για να βελτιώσουν τον σχεδιασμό τους ως προς την κατάσταση των κεφαλαίων τους». Επιπλέον, η τράπεζα προσέθεσε πως συνολικά μιλώντας, τα «μαξιλάρια» των τραπεζών παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, αλλά δεν παρέλειψε να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την αιφνίδια αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Κι αυτό παρατηρείται, ενόσω αποσύρονται τα μέτρα στήριξης των κυβερνήσεων με αποδέκτριες επιχειρήσεις, νοικοκυριά και τράπεζες.
Όπως υπογράμμισε στην επιθεώρηση του κλάδου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, «υπάρχουν άφθονα “μαξιλάρια” για τις τράπεζες, αλλά η αβεβαιότητα παραμένει και τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι είναι αναγκαία η εγρήγορση, ενώ συνεχίζουν να υφίστανται σοβαρά προβλήματα σε καίρια πεδία, ειδικά μάλιστα στην απροσδόκητη διόγκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Εντούτοις, από τη δική του πλευρά ο Αντρέα Ενρία, επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, του εποπτικού βραχίονα της ΕΚΤ, εμφανίστηκε λιγότερο απαισιόδοξος για τα κόκκινα δάνεια, που κληροδότησε η πανδημία του κορωνοϊού. Τάχθηκε υπέρ της πρότασης για τη δημιουργία ακόμα και σε εθνικό επίπεδο Εταιρειών Διαχείρισης Ενεργητικού (δηλαδή «κακών τραπεζών»). Επισήμανε, επιπλέον, πως αυτές θα μπορούσαν να συμβάλουν στον περιορισμό των ΜΕΔ.
Σε συνέντευξη Τύπου, την οποία παραχώρησε ο κ. Ενρία, ο οποίος, σημειωτέον το καλοκαίρι είχε προκαλέσει αναταραχή, προβλέποντας ότι, ακριβώς λόγω των συνεπειών της πανδημίας, θα μπορούσαν τα ΜΕΔ των τραπεζών της Ευρωζώνης να αυξηθούν ώς και κατά 1,3 τρισ. ευρώ, επισήμανε ότι η εκτίμηση πλέον αυτή φαίνεται ακραία. Προσέθεσε πως είναι λίγες πια οι πιθανότητες να επαληθευτεί το σενάριο αυτό, όπως αναφέρεται σχετικά σε δημοσίευμα του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Ωστόσο, απέφυγε να δώσει μία νέα πρόβλεψη για το πού θα κινηθούν τα κόκκινα δάνεια της πανδημίας, επιφυλασσόμενος να εξετάσει τα στοιχεία που πρέπει να αποστείλουν έως σήμερα οι τράπεζες της Ευρωζώνης στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό σχετικά με τα δάνεια που τελούν σε αναστολή πληρωμής. Κι αυτά αποτελούν τη σοβαρότερη πηγή ανησυχίας, διότι δεν επιτρέπουν στην τράπεζα για όσο χρονικό διάστημα ο δανειολήπτης βρίσκεται στο καθεστώς αυτό να μπορεί να τον αξιολογεί. Πιο συγκεκριμένα, όπως εξήγησε ο Αντρέα Ενρία, οι τράπεζες δεν έχουν τη δυνατότητα να αξιολογήσουν κατά πόσον η κρίση έχει επηρεάσει την ικανότητα των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους κανονικά και απρόσκοπτα μετά τη λήξη του μορατόριουμ.
Αναφορικά με τη δημιουργία «κακής τράπεζας», εξέφρασε την ικανοποίησή του, γιατί «παρόλο που η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν φαίνεται να προωθεί τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού δικτύου “κακών τραπεζών”, ακόμη σε εθνικό επίπεδο θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμες». Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι αντίστοιχη πρόταση για τη δημιουργία μιας τέτοιας τράπεζας έχει υποβάλει και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.