«Προχωράμε άμεσα, εντός Ιανουαρίου, στην αύξηση του κατώτατου μισθού και στην κατάργηση του ντροπιαστικού υποκατώτατου μισθού για τους νέους έως 25 ετών, όπως έχουμε δεσμευτεί απέναντι στην ελληνική κοινωνία και στον ελληνικό λαό», επισήμανε, μεταξύ άλλων, η υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου.
Σε συνέντευξή της στο Ρ/Σ «News 24/7» υποστήριξε ότι «η αύξηση θα ισχύσει από 1η Φεβρουαρίου. Το πόρισμα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων προτείνει ένα εύρος αύξησης από 5-10%. Η δική μας άποψη είναι να μπορέσουμε να φτάσουμε τα πιο υψηλά επίπεδα που είναι δυνατόν και που θεωρούμε ότι με ασφάλεια μπορεί να ανταποκριθεί η ελληνική οικονομία. Την τελική απόφαση θα τη λάβει και θα την ανακοινώσει ο πρωθυπουργός, δεν έχει ληφθεί ακόμη».
Παράλληλα τόνισε ότι «η συρρίκνωση των μισθών και των εργασιακών δικαιωμάτων, όπως επιβεβαιώθηκε και την περίοδο 2010-2014, οδηγεί σε καθίζηση της ζήτησης εντός της ελληνικής οικονομίας και είναι αντιαναπτυξιακό μέτρο. Η συμπίεση των μισθών σε μία οικονομία όπως η ελληνική συμβάλλει στην εκτόξευση της ανεργίας και σε υφεσιακή κατάσταση. Η δική μας θέση, που επιβεβαιώνεται από το πόρισμα, είναι ότι η τόνωση των εισοδημάτων των εργαζομένων αφενός συμβάλλει στο να έχεις μία δικαιότερη κατανομή του παραγόμενου πλούτου, αφετέρου δίνει και μία τόνωση στην εσωτερική ζήτηση και με αυτή την έννοια θα αποτελέσει αναπτυξιακό παράγοντα, μοχλό ανάπτυξης».
Όσον αφορά την ψήφο εμπιστοσύνης που έλαβε η κυβέρνηση η υπουργός υπογράμμισε: «Με την ψήφο εμπιστοσύνης έχει χαραχθεί ένας καθαρός διάδρομος για την ολοκλήρωση της συνταγματικής θητείας αυτής της κυβέρνησης τον Οκτώβριο του 2019. Συνταγματικά, ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση θα μπορούσαν να συνεχίσουν χωρίς να ζητήσουν εκ νέου ψήφο εμπιστοσύνης, να προχωρά με ad hoc πλειοψηφίες σε κάθε διαφορετικό νομοσχέδιο. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός, σε μία στιγμή ιδιαίτερης πολιτικής τιμιότητας, ζήτησε έναν καθαρό διάδρομο για το έργο που θα ασκηθεί το αμέσως επόμενο διάστημα. Επομένως, θεωρώ ότι μετά και την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης έχουμε μία αρκετά μεγάλη εμπέδωση της πολιτικής σταθερότητας στη χώρα».
Σχετικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών, η κ. Αχτσιόγλου τόνισε ότι «η κυβέρνηση δεν κινείται με τακτικισμούς ή με γνώμονα το πολιτικό κόστος. Λαμβάνει αποφάσεις οι οποίες υπηρετούν τα εθνικά συμφέροντα και τις ανάγκες της χώρας και προχωρά με βάση αυτές. Η αξιωματική αντιπολίτευση προβαίνει σε διχαστικού τύπου ενέργειες, ωστόσο, επιμείναμε σε αυτή τη συμφωνία και από τα πράγματα θα αποδειχθεί ορθό. Εκτιμώ ότι το αμέσως επόμενο διάστημα, που θα υπάρχει μία συγκροτημένη καμπάνια ενημέρωσης μέχρι την κύρωση της Συμφωνίας, κάθε πολίτης που έχει ανοιχτά μάτια και αυτιά θα καταλάβει γιατί αυτή η συμφωνία επιλύει μία ιστορική εκκρεμότητα μεταξύ των δύο λαών, διασφαλίζει την επωφελή συνεργασία μας με τη γείτονα χώρα και σέβεται απολύτως την εθνική γραμμή όπως αυτή είχε διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια».
Αναφορικά με τις δικαστικές προσφυγές για αναδρομικά συντάξεων, η κ. Αχτσιόγλου δήλωσε ότι «η πολιτική ευθύνη για τις εκκρεμότητες σχετικά με τα αναδρομικά των συνταξιούχων, η πολιτική ευθύνη γι’ αυτές τις αποφάσεις, ανήκει στις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Την περίοδο 2010-2014 προέβησαν σε μία σειρά διαδοχικών οριζόντιων περικοπών στις συντάξεις χωρίς κανένα σχέδιο για το ασφαλιστικό σύστημα και ενώ περιέκοπταν διαδοχικά και οριζόντια τις συντάξεις ταυτόχρονα οδηγούσαν το ασφαλιστικό σύστημα στη χρεοκοπία». Και πρόσθεσε: «Η κυβέρνηση προχώρησε στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση του 2016 η οποία εναρμονίζεται απολύτως με το Σύνταγμα και με τον τρόπο που ερμηνεύτηκε το Σύνταγμα από το Συμβούλιο της Επικρατείας. ‘Αρα, πολιτικά η παρούσα κυβέρνηση στο ζήτημα έχει απαντήσει, έχει εναρμονιστεί με το Σύνταγμα και τις αρχές, έκανε μία μεταρρύθμιση η οποία πέραν του ότι έθεσε ενιαίους και διαφανείς κανόνες και προστάτεψε τις καταβαλλόμενες συντάξεις, την ίδια στιγμή διέσωσε και το ασφαλιστικό σύστημα από τη χρεοκοπία. Θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του δικαστικού αυτού κύκλου και όταν υπάρχουν οριστικές αποφάσεις, αμετάκλητες, των ανωτάτων δικαστηρίων θα ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις, με βάση το Σύνταγμα προφανώς και με βάση τα δημοσιονομικά δεδομένα. Αν κάτι έχουμε αποδείξει είναι ότι στο επίπεδο του ασφαλιστικού και του συνταξιοδοτικού πραγματικά κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να υποστηρίξουμε τους συνταξιούχους. Η πρόσφατη οριστική και αμετάκλητη ακύρωση των περικοπών και οι αυξήσεις που δίνουμε στις συντάξεις μετά από 10 χρόνια επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές».