Του Κωνσταντίνου Παντελή
Στο Τορίνο της Ιταλίας έγινε την Τετάρτη η τελετή παράδοσης ογδόντα αρχαίων ελληνικών νομισμάτων – εβδομήντα εννέα αργυρών κι ενός χάλκινου – μεταξύ του Έλληνα υπουργού πολιτισμού και του Ιταλού ομολόγου του, στο πλαίσιο της άτυπης συνάντησης των Υπουργών Πολιτισμού της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης υπό την ιταλική προεδρία.
Τα νομίσματα, που χρονολογούνται από τον 5ο έως τον 2ο αιώνα π. Χ. προέρχονται από τη Χαλκιδική, και συγκεκριμένα από τις τοποθεσίες Άκανθος και Τορώνη. Τα πολύτιμα αρχαιολογικά ευρήματα είχαν κατασχεθεί το 2008 από τις ιταλικές αρχές, οι οποίες επικοινώνησαν με τις αρμόδιες υπηρεσίες του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού, και οι οποίες με τη σειρά τους προέβησαν σε σχετική έρευνα για την προέλευση και τη σπουδαιότητα των νομισμάτων. Από την πλευρά του το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού αναφέρει ότι «Ο επαναπατρισμός των νομισμάτων, εκτός από σημαντική επιτυχία των εμπλεκομένων υπηρεσιών των δυο κρατών, επιβεβαιώνει την ουσιαστική και αποτελεσματική συνεργασία των δυο κρατών στον τομέα της πάταξης της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών».
Η παραπάνω κίνηση των ιταλικών αρχών καλωσορίστηκε από τον Έλληνα υπουργό και το ελπιδοφόρο είναι πως δεν πρόκειται για την πρώτη και σίγουρα ούτε για την τελευταία ανάλογη τακτική. Το περασμένο τρίμηνο είχαμε δύο ανάλογα περιστατικά.
Το πρώτο αφορά την επιστροφή στην Ελλάδα από το Pfahlbaumuseum της Γερμανίας νεολιθικών αντικειμένων με προέλευση από τη Θεσσαλία. Ειδικότερα, πρόκειται για 9.765 όστρακα γραπτής κεραμικής, 676 αντικείμενα οργανικής προέλευσης (τα περισσότερα οστέινα), καθώς και λίθινα εργαλεία από οψιανό. Τα προαναφερθέντα αντικείμενα είχαν εξαχθεί παρανόμως από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ύστερα από αρχαιολογικές έρευνες που διεξήχθησαν από τα εδώ στρατεύματα κατοχής.
Παράλληλα, μέσα στο καλοκαίρι έγινε και η επιστροφή δυο ακόμα σημαντικών αρχαιοτήτων, ενός μαρμάρινου Κυκλαδικού ειδωλίου και ενός τηγανόσχημου σκεύους από το Κρατικό Μουσείο Μπάντεν της Καρλσρούης, το οποίο αποφάσισε να επιστρέψει τις δυο αρχαιότητες, όταν αποδείχθηκε ότι είχαν εξαχθεί παράνομα από την Ελλάδα.
Συνεπώς, με οδηγό την εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας 93/7/ΕΟΚ για την επιστροφή στον τόπο προέλευσής τους, παρανόμως εξαχθέντων πολιτιστικών αγαθών, η Ελλάδα και ιδιαίτερα το υπουργείο Πολιτισμού ελπίζει πως ανάλογες κινήσεις θα αποτελέσουν συνήθη πρακτική από τους Ευρωπαίους εταίρους στο μέλλον.
Και βέβαια όλες αυτές οι δράσεις επαναπατρισμού ελληνικών αρχαιοτήτων όπως και αντίστοιχων πολιτιστικών αγαθών άλλων κρατών μελών της ΕΕ εμπίπτουν στην σταθερά αναπτυσσόμενη αντίληψη μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής γύρω από τον πολιτισμό, καθώς και στην εμπέδωση αυτού ως ενός συνεκτικού δεσμού μεταξύ των λαών. Απώτερος στόχος είναι τόσο η διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς όσο και η πάταξη της ίδιας της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών.
Πηγές
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού www.culture.gr