Του Δημήτρη Καλτσώνη
Το θέμα της ομιλίας μου δεν είναι τα αστικά και μικροαστικά κόμματα. Σε αυτά δεν υφίσταται ουσιαστική δημοκρατία και κάποτε, ειδικά στα αστικά κόμματα, δεν υπάρχει ούτε τυπική δημοκρατία. Με βάση το ταξικό τους περιεχόμενο τα κόμματα αυτά διακρίνονται αναπόφευκτα από φαινόμενα αρχηγισμού, καθορίζονται από τις σχέσεις των ηγετικών παραγόντων τους με τα μέσα ενημέρωσης και τα κέντρα της ολιγαρχίας, από την προσπάθεια των ιθυνόντων των κομμάτων να γίνουν αρεστοί στα κέντρα αυτά. Ως συνέπεια, ο οπαδισμός, ο παραγοντισμός και οι κάθε μορφής κλίκες βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη ενδεδυμένες κάποτε με το ένδυμα της δημοψηφισματικής δημοκρατίας.
Στον αντίποδα, τα επαναστατικά κόμματα και μάλιστα τα επαναστατικά κόμματα της εργατικής τάξης διεκδικούν την ολόπλευρη κοινωνική χειραφέτηση, την απελευθέρωση της εργατικής τάξης και του ανθρώπου. Το τιτάνιο αυτό έργο δεν μπορεί να πραγματωθεί παρά με τα ίδια τα χέρια των εργαζομένων, με την ουσιαστική, πολύμορφη και πολύπλευρη συμμετοχή τους.
Άρα, τα επαναστατικά κόμματα της εργατικής τάξης έχουν ανάγκη όχι μόνο την τυπική δημοκρατία των εσωκομματικών εκλογικών διαδικασιών (και αυτήν οπωσδήποτε ως βάση) αλλά έχουν ανάγκη και την ουσιαστική δημοκρατική συμμετοχή των μελών τους. Το δεύτερο αυτό δεν είναι έργο μιας στιγμής. Είναι προσπάθεια αέναη, είναι μια χωρίς τέλος διαδικασία. Στη ζωή, όπως είναι γνωστό, όλα προχωρούν, όλα αλλάζουν διαρκώς. Έτσι και η ουσιαστική δημοκρατία δεν είναι στιγμή. Είτε θα προχωρά διαρκώς μπροστά και σε ανώτερα επίπεδα είτε θα υποχωρεί και εκφυλίζεται.
Η εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος
Τι έδειξε η εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος παγκόσμια όσο και στη χώρα μας; Τι έδειξε η εμπειρία τόσο του βασικού του ρεύματος (της Κομμουνιστικής Διεθνούς δηλαδή) όσο και των συγγενών ρευμάτων;
Η ιστορική πορεία του κομμουνιστικού κόμματος στη Σοβιετική Ένωση αλλά, στον ένα ή άλλο βαθμό και των λοιπών κομμάτων της τρίτης διεθνούς έδειξε πως στην πράξη υπήρξε μια απομάκρυνση από το μοντέλο της επαναστατικής, δημοκρατικής οργάνωσης του κόμματος. Η απομάκρυνση αυτή δεν αφορούσε όλα τα κόμματα με τον ίδιο τρόπο ούτε όλες τις ιστορικές περιόδους. Είχε ωστόσο κοινά χαρακτηριστικά και τάσεις.
Πάντως, σταδιακά (ξεκινώντας από τη δεκαετίες του 1920 και 1930) εντάθηκαν και επικράτησαν τα φαινόμενα που χαρακτηρίζουν τα μικροαστικά κόμματα: τυπική δημοκρατία αστικού κοινοβουλευτικού τύπου, όπου η ηγεσία εκλέγεται μια φορά στα 4 χρόνια (καμιά φορά και παραπάνω αφού τα συνέδρια δεν γίνονταν πάντοτε τακτικά), απουσία ουσιαστικού ελέγχου των στελεχών από την πλευρά των μελών, αδυναμία των τελευταίων να ανακαλέσουν την ηγεσία τους όποτε το έκριναν απαραίτητο.
Στο κλίμα αυτό ευνοήθηκαν αναπόφευκτα όλα τα άνθη του μικροαστικού κακού: ο αρχηγισμός, η προσωποκεντρική θεώρηση της ιστορίας, ο ιδιότυπος παραγοντισμός, άνθησαν και κυριάρχησαν μικροαστικά εγωιστικά πάθη, οι κλίκες ο οπαδισμός, η κατάπνιξη των διαφορετικών απόψεων και της κριτικής. Συχνά επικρατούσε η λογική της αλλαγής θέσεων με τη μέθοδο της διολίσθησης, ο χαμαιλεοντισμός, η εικονική συλλογικότητα, η κρυφή πολιτική ατζέντα, οι μυστικές συμφωνίες κλπ.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε καμιά δημοκρατία και καμιά συζήτηση στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης ή γενικότερα στα κομμουνιστικά κόμματα. Υπήρξαν περίοδοι και κόμματα όπου η κατάσταση ήταν καλύτερη και αλλού που η κατάσταση ήταν χειρότερη. Συνολικά, ωστόσο, η ποιότητα της δημοκρατίας δεν ανταποκρινόταν στον ιστορικό ρόλο του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης.
Αναγκαία διευκρίνιση
Θεωρώ αναγκαία μια διευκρίνιση: τα φαινόμενα αυτά υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε. Είναι καρπός των υλικών συνθηκών στις οποίες αναπτύσσεται η κοινωνική δράση. Το ζήτημα δεν είναι να διατυπώνονται αφορισμοί ή ηθικολογικές, εξωιστορικές προτάσεις. Το ζήτημα είναι να γίνεται επιστημονική, ψύχραιμη προσέγγιση του προβλήματος και να προτείνονται λύσεις για την υπέρβασή του.
Κατά συνέπεια, τέτοια φαινόμενα θα υπάρχουν. Το ζήτημα είναι πώς δεν θα γίνονται κυρίαρχα, όπως συνέβη εν πολλοίς στο κομμουνιστικό κίνημα, ιδίως στα κόμματα εκείνα που βρέθηκαν στην εξουσία και όπου η γραφειοκρατικοποίησή τους ήταν πιο έντονη σε σχέση με άλλα.
Όταν τα φαινόμενα αυτά γίνονται κυρίαρχα, από ένα όριο και μετά, όταν η ποσότητα συσσωρεύεται και μετατρέπεται σε νέα ποιότητα (για να μιλήσουμε με όρους υλιστικής διαλεκτικής) επιφέρουν αλλοίωση του ταξικού χαρακτήρα των κομμάτων. Από ένα σημείο και ύστερα, δεν υπάρχει δυνατότητα επιστροφής. Αυτό έχει την αντανάκλασή του στην πολιτική γραμμή και στην ιδεολογία. Το μικροαστικό ντύνεται με τα ρούχα του εργατικού, το παλιό ντύνεται καινούργιο όπως θα έλεγε ο Μπρεχτ. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι τελικά οι συμβιβασμοί με την κυρίαρχη τάξη, την πολιτική και την ιδεολογία της ή (η άλλη, συμπληρωματική όψη του νομίσματος) ο σεχταρισμός και η απομόνωση από το λαό.
Έχουμε δει όλες τις παραλλαγές τόσο στα πρώην σοσιαλιστικά κράτη όσο και στις διάφορες εκφάνσεις του κομμουνιστικού κινήματος στη δυτική Ευρώπη και όχι μόνο, τόσο στο επίσημο κομμουνιστικό κίνημα, όσο και στις διάφορες αποχρώσεις του.
Υπάρχει ιδανική κατάσταση;
Ιδανικές καταστάσεις δεν μπορούν να υπάρξουν ποτέ και πουθενά. Όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο, δεν πατά στο έδαφος της μαρξιστικής, επιστημονικής ανάλυσης. Μπορούν όμως να υπάρχουν και να διαφυλάσσονται με συνεχή προσπάθεια επαναστατικοί δημοκρατικοί όροι και αρχές. Αυτό μπορεί να γίνει. Τέτοιες εμπειρίες έχει η ανθρωπότητα. Υπήρξαν υπέροχες στιγμές του κομμουνιστικού κινήματος κατά τις οποίες τα επαναστατικά δημοκρατικά χαρακτηριστικά ήταν κυρίαρχα και αποδοτικά, φύτρα των σημερινών και μελλοντικών αναζητήσεων των λαών που υποφέρουν από την καπιταλιστική κρίση.
Να αναφέρω δυο μονάχα: το κόμμα των μπολσεβίκων μέχρι τη δεκαετία του 1920, το κόμμα των ενοποιημένων επαναστατικών οργανώσεων της δεκαετίας του 1960 στην Κούβα, που μετονομάστηκε σε ΚΚ Κούβας.
Το ζητούμενο επομένως είναι η προσπάθεια οικοδόμησης ενός επαναστατικού κόμματος να εδράζεται εν προκειμένω σε δυο βασικά θεμέλια: πρώτο, στη συνείδηση, τη βαθιά γνώση και κατανόηση των δυσκολιών και των προβλημάτων του εγχειρήματος και δεύτερο, στο διαρκή αγώνα για την καταπολέμηση των φαινομένων αυτών που έρχονται και επανέρχονται στο προσκήνιο με κίνδυνο να ακυρώσουν κάθε επαναστατικό απελευθερωτικό εγχείρημα.
Για να γίνει αυτό απαιτείται οπωσδήποτε η τήρηση, στο ίδιο το επαναστατικό κόμμα, των βασικών αρχών της Κομμούνας του Παρισιού και των σοβιέτ: αιρετότητα των στελεχών, δυνατότητα ανά πάσα στιγμή ανάκλησή τους από τα κάτω, εναλλαγή των στελεχών, συνεχής έλεγχός τους από τα μέλη, απόλυτη ελευθερία κριτικής εντός του κόμματος, κανένα προνόμιο μικρό ή μεγάλο, υλικό ή άλλο, στα στελέχη του επαναστατικού κόμματος, καμιά εκμετάλλευση του κύρους που διαθέτουν. Όπως εύστοχα έχει σημειώσει ο Φ. Κάστρο σε ομιλία του το 1966 πως «οι επαναστάτες, όσοι ξεκινάνε μια επανάσταση, έχουν συνήθως μεγάλο γόητρο στο λαό, μια μεγάλη εξουσία πάνω στο λαό, και μ’ αυτή την εξουσία, μπορούν να κάνουν πολύ καλό, αλλά μπορεί να συμβεί να κάνουν πολύ κακό». Όλα τα παραπάνω βέβαια δεν αναιρούν την ανάγκη ενότητας δράσης στην κοινωνία και την εφαρμογή των αποφάσεων της πλειοψηφίας.
Αλλάζουν τα κόμματα;
Με δεδομένη την κατάσταση αυτή, όσοι ενδιαφέρονται για ένα επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης που θα συσπειρώσει γύρω του ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις για ριζικές, εκ βάθρων αλλαγές, πρέπει να απαντήσουν στα εξής ερωτήματα:
Πρώτο: μπορεί από ένα σημείο και έπειτα να υπάρξει επιδιόρθωση σε ένα επαναστατικό κόμμα που έχει διανύσει μια πορεία γραφειοκρατικού – μικροαστικού εκφυλισμού; Η ιστορία του ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων κομμάτων των πρώην σοσιαλιστικών κρατών αλλά και αρκετών στον καπιταλιστικό κόσμο δείχνει πως, από ένα σημείο και μετά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Η γραφειοκρατική αγκύλωση οδηγεί κάποια στιγμή στο θάνατο ή στην ενσωμάτωση στο σύστημα.
Δεύτερο: μπορεί μια ριζοσπαστική μειοψηφία σε ένα μικροαστικό κόμμα να καταστεί πλειοψηφικό ρεύμα και να αλλάξει το κόμμα αυτό από τα μέσα, να το προσανατολίσει σε πιο αριστερή κατεύθυνση; Η ιστορία έχει δείξει ότι ούτε αυτό μπορεί να γίνει. Δεν υπάρχει ούτε ένα σχετικό παράδειγμα.
Οι δυο αρνητικές απαντήσεις εξηγούνται από το γεγονός ότι τα κόμματα δεν είναι απλώς άθροισμα των μελών τους, ούτε αυτό που διακηρύσσουν ή που πιστεύουν (ειλικρινά κάποιες φορές) για τον εαυτό τους. Τα κόμματα είναι ταξικές και οικονομικές σχέσεις και δομές. Εξελίσσονται καθημερινά προς τη μια ή άλλη κατεύθυνση. Η πραγματική –και όχι η αυτοπροσδιοριζόμενη- ταξική θέση της ηγεσίας τους, οι σχέσεις με τη βάση, η ταξική θέση της βάσης, το πλέγμα των οικονομικών και άλλων συμφερόντων (συχνά αφανή), οι δομές εξουσίας, το ιδεολογικό πλαίσιο διαμορφώνουν τα όρια πέρα από τα οποία δεν μπορεί να κινηθεί ένα κόμμα.
Επομένως, με αστικά και μικροαστικά υλικά και πρακτικές δεν γεννιέται το καινούργιο. Ούτε το παλιό και εκφυλισμένο αναγεννιέται. Να κοιτάμε μπροστά λοιπόν και όχι πίσω. Ο ελληνικός λαός, όλοι οι λαοί συγκεντρώνουν εμπειρία και γνώση. Θα ξεπροβάλλουν από χίλιες μεριές ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι, δυνάμεις, νέοι λαϊκοί αγωνιστές που θα ανασυγκροτήσουν την υπόθεση της χειραφέτησης των λαών με χέρια και φωνή καθάρια. Ο δρόμος για την απελευθέρωση του λαού είναι δύσβατος, σίγουρα, αλλά υπέροχος.