Σε μια συγκλονιστική σκηνή από το 8ο επεισόδιο της Last Dance του Netflix, της σειράς ντοκιμαντέρ για τον Μάικλ Τζόρνταν, ο μεγαλύτερος μπασκετμπολίστας όλων των εποχών είναι πεσμένος στο πάτωμα των αποδυτηρίων. Κρατά μια μπάλα μπροστά στο πρόσωπό του, σαν να θέλει να θάψει το κεφάλι του μέσα της. Καθώς είναι γυρισμένος μπρούμυτα, φαίνεται ότι το σώμα του δονείται από σπασμούς. Ο Μάικλ κλαίει με λυγμούς.
Το συγκεκριμένο ξέσπασμα δεν είχε να κάνει μόνο με την κατάκτηση ενός ακόμη πρωταθλήματος με τους Chicago Bulls. Ήταν Ιούνιος του 1996 και ο «Air» είχε πάρει από το χέρι την ομάδα του, όπως έκανε πάντα, οδηγώντας την έως τον 4ο τίτλο στο NBA σε μια περίοδο 6 ετών. Το κατόρθωμα ήταν από μόνο του σπουδαίο -υπήρχε όμως ένα μεγάλο παρασκήνιο, ειδικά για τον MJ. Και είχε να κάνει με τη δολοφονία του πατέρα του, τον Ιούλιο του 1993 αλλά κυρίως με το πώς ο ίδιος ο Μάικλ Τζόρνταν είχε αναγκαστεί να ανακαλύψει από την αρχή τον εαυτό του, να «πεθάνει» και να αναγεννηθεί ως αθλητής του μπάσκετ καθόσον θρηνούσε τον αγαπημένο γονέα του.
ο πρωτάθλημα του ’95-’96 ήταν κάτι πολύ ξεχωριστό για τον Τζόρνταν-γι’ αυτό και έσπευσε αμέσως, στις πρώτες δηλώσεις του από το παρκέ του τελικού, να το αφιερώσει στον Τζέιμς Τζόρνταν. Ο αιφνίδιος, βίαιος και εντελώς άδικος θάνατός του, είχε σπρώξει τον Μάικλ εκτός μπάσκετ, σε ένα ταξίδι αναζήτησης του εαυτού του. Διότι λίγο καιρό αφ’ ότου είχε κηδέψει τον μπαμπά του, ο Τζόρνταν ανακοίνωσε την αποχώρησή του από το επαγγελματικό μπάσκετ. Όπως ήταν φυσικό, η απόφασή του αυτή προκάλεσε παγκόσμιο σοκ, εφόσον τότε ήταν μόλις 30 ετών, στην ακμή των δυνάμεων και του μεγαλείου του. Βεβαίως, η ιστορία θα έγραφε ότι αυτή θα ήταν απλώς η πρώτη από τις συνολικά τρεις οριστικές αποχωρήσεις του από το μπάσκετ.
Δείτε τρέιλερ:
Tο 7ο επεισόδιο της σειράς Last Dance ξυπνά με μεγάλη πειστικότητα τις αναμνήσεις της ημέρας που η έδρα των Chicago Bulls είχε κόψει την ανάσα της υφηλίου: Συνωστισμός από εκατοντάδες δημοσιογράφους και κάμερες, διάχυτη αγωνία. Σε μερικά λεπτά οι φήμες επιβεβαιώθηκαν, καθώς ο MJ ανακοίνωνε ότι εγκαταλείπει το NBA. «Αυτό που κρατάω από την αποχώρησή μου» είπε χαμογελώντας ο Τζόρνταν σε εκείνη την κοσμοϊστορική συνέντευξη τύπου «είναι ότι ο πατέρας μου πρόλαβε να με δει στο τελευταίο μου παιχνίδι».
Το επόμενο βήμα του MJ προκάλεσε ένα καινούργιο σοκ, σχεδόν εξίσου ισχυρό με την τόσο πρόωρη εγκατάλειψη του μπάσκετ. Δοκίμασε να γίνει παίκτης του μπέιζμπολ, ξεκινώντας από το μηδέν. Ήταν ένα καπρίτσιο, μια εκκεντρικότητα, μια κίνηση προς την αυτοκαταστροφή του; Το ρίσκο να διασυρθεί και να γκρεμίσει το είδωλο που ο ίδιος είχε φτιάξει με την υπερηχητική απόδοσή του στο μπάσκετ ήταν τεράστιο. Για τον Μάικλ όμως υπήρχε λόγος να γίνει αυτή η μετοικεσία. Ήταν και πάλι η πατρική μορφή που υπαγόρευε το τι θα κάνει στο μέλλον. Αφ’ ενός, όπως λέει ο ίδιος στην κάμερα του Last Dance «είχε χάσει τον μπαμπά μου και είχα ανάγκη από ένα διάλειμμα». Αφ’ ετέρου το μπέιζμπολ ήταν το άθλημα που είχε επιλέξει για τον γιο του από πολύ νωρίς ο Τζέιμς Τζόρνταν. Οπότε, φεύγοντας από το μπάσκετ με προορισμό το μπέιζμπολ, ο Μάικλ ένιωθε ότι εκπλήρωνε το χρέος του προς την πατρική βούληση.
Η δολοφονία του James Jordan
Στις 22 Ιουλίου του 1993, ο 57χρονος τότε Τζέιμς Τζόρνταν, πατέρας του Μάικλ και ακόμη 5 παιδιών, ταξίδευε από το Γουίλμινγκτον της Βόρειας Καρολίνας προς την Σαρλότ, από όπου και θα έπαιρνε το αεροπλάνο για να επιστρέψει στο Σικάγο όπου και διέμενε ώστε να βρίσκεται κοντά στον Michael. Το Γουίλμινγκτον ήταν η πόλη από όπου είχε ξεκινήσει ο θρύλος του Τζόρνταν και η Σαρλότ το μέρος όπου ο Air θα επέστρεφε πολλά χρόνια αργότερα, για να γίνει ιδιοκτήτης της τοπικής ομάδας ΝΒΑ, Charlotte Hornets.
Στο Γουίλμινγκτον ο Τζέιμς είχε πάει μόνος του, για να παραστεί σε μια κηδεία συγγενικού του προσώπου. Οδηγούσε ένα κουπέ Lexus και, καθώς είχε βραδιάσει και ένιωσε κόπωση, καθ’ οδόν προς τη Σαρλότ αποφάσισε να σταματήσει σε ένα χώρο στάθμευσης του αυτοκινητοδρόμου για έναν σύντομο ύπνο. Μέσα στη νύχτα, από το πουθενά, ξεπρόβαλλαν δύο νεαρά άτομα, ο Ντάνιελ Γρκιν και ο Λάρι Ντέμερι. Θεώρησαν ότι το κόκκινο σπορ αυτοκίνητο θα ήταν μια εύκολη λεία. Πλησίασαν και ο ένας απείλησε τον οδηγό με περίστροφο. Όταν ο Τζέιμς ξύπνησε ξαφνιασμένος, σχεδόν δεν πρόλαβε να μιλήσει. Ο άγνωστος άρχισε να πυροβολεί. Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος.
Επί 3 εβδομάδες ο Τζέιμς Τζόρνταν θεωρούνταν αγνοούμενος. Τελικά η σορός του ανασύρθηκε από τα νερά μιας ελώδους περιοχής, περίπου 100 χιλιόμετρα μακριά από το σημείο της δολοφονίας του. Οι δράστες είχαν κλέψει το αυτοκίνητο και το είχαν καταστρέψει σχεδόν ολοσχερώς προτού ξεφορτωθούν το πτώμα του ανύποπτου θύματός τους. Οι ίδιοι δεν άργησαν να συλληφθούν. Ο Γκριν ήταν 18 ετών και ο Ντέμερι 17. Αμφότεροι είχαν ήδη βεβαρημένο ποινικό μητρώο, με πρόσφατες ληστείες.
Τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για ανθρωποκτονία, βασισμένες σε τεκμήρια όπως η χρήση του τηλεφώνου το οποίο βρισκόταν μέσα στο Lexus του Τζέιμς Τζόρνταν. Δύο χρόνια αργότερα, το 1995 ο Λάρι Ντέμερι συμφώνησε να καταθέσει εις βάρος του συνεργού του. Ο ίδιος ομολόγησε την ενοχή του για ανθρωποκτονία πρώτου βαθμού καθώς και για άλλα αδικήματα. Η ποινή που επέβαλε το δικαστήριο ήταν κατ’ αρχήν κοινή και για τους δύο -ισόβια κάθειρξη, όμως ο Ντάνιελ Γκριν, ως ο καθαυτό αυτουργός, είχε επιπλέον καταδίκες.
Κατά σύμπτωση, ενώ ο φάκελος της δολοφονίας ανοίγει -κατά κάποιο τρόπο- ξανά λόγω του Last Dance, οι αρμόδιες αρχές στη Βόρεια Καρολίνα εξετάζουν την αίτηση αποφυλάκισης εκ μέρους του Λάρι Ντέμερι. Στα 44 του χρόνια πλέον, ο κατάδικος αιτείται για 3η φορά απόλυσης από τη φυλακή και υπαγωγή σε καθεστώς αναστολής.
Όσο για τον Γκριν, θα έχει το δικαίωμα να υποβάλει παρόμοιο αίτημα με αυτό του συνεργού του τον Οκτώβριο του 2021. Αυτός όμως δεν έχει πάψει να ισχυρίζεται ότι είναι αθώος, να διεκδικεί την αναψηλάφηση της δίκης κ.λπ.
Σύμφωνα με την μαρτυρία του Ντέμερι, ο Γκριν ήταν αυτός που πλησίασε το Lexus με πρόθεση να ληστέψει τον οδηγό υπό την απειλή του όπλου. Τελικά όμως τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Παρόλ’ αυτά, η εκδοχή του Γκριν είναι εντελώς διαφορετική. Την προηγούμενη της δολοφονίας, ο ίδιος μαζί με τον Ντέμερι είχαν πάει μαζί σε ένα πάρτι. Ο δεύτερος όμως έφυγε νωρίς. Όταν συναντήθηκαν ξανά οι δυο τους αργά το ίδιο βράδυ, ο Ντέμερι-πάντα κατά τον Γκριν- τα είχε χαμένα. Είπε στον φίλο του ότι είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο στον αυτοκινητόδρομο. Και ζήτησε από τον Γκριν να τον βοηθήσει να απαλλαγούν από το πτώμα. Ο Γκριν λέει ότι όντως βοήθησε τον Ντέμερι να μεταφέρουν μακριά τον νεκρό και να τον πετάξουν, αλλά ότι, παρόλ’ αυτά, ο ίδιος δεν ήταν παρών στην εκτέλεση του Τζέιμς Τζόρνταν.
Το τι ακριβώς έκανε ο καθένας από τους δύο καταδικασθέντες για την εν ψυχρώ δολοφονία του Τζέιμς Τζόρνταν μόνο οι ίδιοι το γνωρίζουν. Και, από ό,τι φαίνεται, το μυστήριο θα μένει να καλύπτει για πάντα το βίαιο τέλος ενός αθώου ανθρώπου, ο οποίος, έτυχε απλώς, να είναι ο πατέρας του Μάικλ Τζόρνταν, ενός από τους μεγαλύτερους σταρ του αθλητισμού παγκοσμίως. Ο οποίος θα πλήρωνε πολύ ακριβά το χαμό του Τζέιμς .
Υπήρξαν αμερικανικά ΜΜΕ τα οποία προέβησαν σε κανονική σκύλευση του πτώματος, μόνο και μόνο για να πλήξουν τον ΜάικλΤζόρνταν. Εντελώς αυθαίρετα, χωρίς καμία απόδειξη ή έστω ένδειξη, το φονικό του Τζέιμς συνδέθηκε με το τρωτό σημείο του MJ, δηλαδή τoν υποτιθέμενο εθισμό του στο τζόγο. Τα προηγούμενα χρόνια οι εχθροί του τον χτυπούσαν με μανία για αυτή του την αδυναμία, καταλογίζοντάς του έλλειψη αφοσίωσης στην ομάδα και το μπάσκετ -κάτι που όμως είχε ελάχιστη αν όχι μηδενική σχέση με την αγωνιστική πραγματικότητα. Όμως το να χρεωθεί η δολοφονία του πατέρα του στον Μάικλ επειδή του άρεσε να σπαταλά μερικά από τα εκατομμύριά του στο καζίνο, ξεπερνούσε τα όρια της συκοφαντίας. Με όρους σταλινικών πρακτικών ήταν μια αήθης απόπειρα «δολοφονίας χαρακτήρα» εις βάρος του MJ.
«Προσπαθώ, με τρόπο που να έκανε τον πατέρα μου περήφανο, να αντιμετωπίσω συναισθήματα που με έχουν συντρίψει, την απώλεια και το πένθος» έγραφε ο Μάικλ Τζόρνταν σε ανακοίνωσή του εκείνη την περίοδο. «Αλλά απλώς αδυνατώ να κατανοήσω πώς μπορούν κάποιοι, εσκεμμένα, να τρίβουν αλάτι στην ανοιχτή μου πληγή, με υπαινιγμούς ότι κάποια δικά μου ελαττώματα και δικά μου σφάλματα μπορούν να είναι κάπως συνδεδεμένα με το φόνο του πατέρα μου».
Πηγή: protothema.gr