Νέες εισροές για το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης μέσω του οποίου επιδοτούνται νοικοκυριά και επιχειρήσεις για τον περιορισμό των αυξήσεων στις τιμές ρεύματος και φυσικού αερίου αναζητούν τα αρμόδια κυβερνητικά επιτελεία, καθώς η επιβάρυνση του ενεργειακού κόστους από τους εξωγενείς παράγοντες διογκώνεται και παράλληλα τα προϋπολογιζόμενα έσοδα από τις δημοπρασίες ρύπων μειώνονται λόγω της αποκλιμάκωσης της τιμής των CO2.
Η άσκηση δυσκολεύει ακόμη περισσότερο καθώς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και το μέτωπο των αυξήσεων στις τιμές των καυσίμων, όπου εξετάζονται επιδοτήσεις βάσει εισοδηματικών κριτηρίων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα, ο «λογαριασμός» των επιδοτήσεων για το αντιστάθμισμα των αυξήσεων στην ενέργεια θα φθάσει στο σύνολο του έτους στα 4-5 δισ. ευρώ, ποσό που προφανώς δεν είναι εύκολο να βρεθεί από εθνικά κονδύλια.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει αναδείξει με την πρόταση των έξι σημείων του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη την ευρωπαϊκή διάσταση του προβλήματος και αναμένει αποφάσεις από τη Σύνοδο Κορυφής της 24ης Μαρτίου σε αυτή την κατεύθυνση, πιέζοντας μέσω ενός κοινού μετώπου των χωρών του Νότου (Ισπανία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιταλία) που θα οριστικοποιήσει τη γραμμή του στη συνάντηση της Ρώμης, μέσα στις επόμενες ημέρες.
Εν αναμονή των αποφάσεων των Βρυξελλών, τα συναρμόδια υπουργεία έχουν «τρέξει» αυτό το διάστημα όλα τα δυνατά σενάρια για να καταλήξουν σε στοχευμένα μέτρα ελάφρυνσης νοικοκυριών, επιχειρήσεων και αγροτών, τα οποία θα ανακοινώσει ο πρωθυπουργός μέσα στην εβδομάδα. Στο μέτωπο του ρεύματος και του φυσικού αερίου, οι επιδοτήσεις για τον Μάρτιο, σύμφωνα με την υπουργική απόφαση που αναρτήθηκε χθες στη «Διαύγεια», παραμένουν στα επίπεδα του Φεβρουαρίου, δηλαδή στα 39 ευρώ για τις πρώτες 300 κιλοβατώρες (150 ευρώ/MWh για τις πρώτες 150 κιλοβατώρες και 110 ευρώ/MWh για κατανάλωση 151-300 κιλοβατώρες). Στα 51 ευρώ παραμένει η επιδότηση για τα νοικοκυριά που είναι ενταγμένα στο ΚΟΤ και στα 65 ευρώ/MWh για τα επαγγελματικά τιμολόγια. Για τους οικιακούς καταναλωτές φυσικού αερίου η επιδότηση τον Μάρτιο παραμένει στα 20 ευρώ ανά θερμική μεγαβατώρα, όπως και για τις επιχειρήσεις.
Οι καταναλωτές ρεύματος ακόμη και μετά την επιδότηση θα πληρώσουν τον Μάρτιο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς, επιπλέον 35 ευρώ αύξηση. Αυτό γιατί η μεσοσταθμική τιμή στη χονδρεμπορική αγορά διαμορφώνεται μέχρι σήμερα (15 Μαρτίου) στα 313,11 ευρώ/MWh, έναντι 211,71 ευρώ τον Φεβρουάριο και 227 ευρώ τον Ιανουάριο. Ακόμη και εάν τις επόμενες ημέρες υπάρξει κάποια αποκλιμάκωση, η μέση τιμή του Μαρτίου εκτιμάται ότι δύσκολα θα πέσει κάτω από τα 250 ευρώ.
Η απόκλιση αυτή είναι σε γνώση της κυβέρνησης, η οποία φέρεται να αναζητάει κονδύλια για πρόσθετη επιδότηση τον Μάρτιο και βέβαια για τον Απρίλιο, οπότε οι ανάγκες για επιδοτήσεις θα είναι ακόμη μεγαλύτερες, καθώς οι υψηλές τιμές φυσικού αερίου του Μαρτίου δεν έχουν περάσει ακόμη στην κατανάλωση κι αυτό γιατί στην Ελλάδα οι εταιρείες τιμολογούν με τις τιμές του προηγούμενου μήνα. Πληροφορίες φέρουν τα συναρμόδια υπουργεία να προσανατολίζονται σε επιδότηση της τάξης των 55 ευρώ για τα νοικοκυριά τον Απρίλιο (από 39 ευρώ). Επίσης, η επιδότηση για τις επιχειρήσεις θα αυξηθεί ώστε να καλύπτει το 75% της αύξησης της τιμής του ρεύματος από 50% σήμερα.
Ως προς τη χρηματοδότηση των νέων μέτρων κοινωνικής στήριξης, στην κυβέρνηση έχει καταστεί σαφής η ανάγκη πρόσθετων ροών προς το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης που έχει συσταθεί για την επιδότηση του ρεύματος και του φυσικού αερίου.
Μέχρι στιγμής τα έσοδα του ΤΕΜ προέρχονται από τα πλεονάσματα του ΕΛΑΠΕ και τα έσοδα των δημοπρασιών ρύπων. Με εντολή των συναρμόδιων υπουργείων ο ΔΑΠΕΕΠ θα πρέπει να μεταφέρει μέχρι τα τέλη Μαΐου στο ΤΕΜ ποσό 780 εκατ. ευρώ από το πλεόνασμα του ΕΛΑΠΕ (300 εκατ. από το πλεόνασμα του 2021 και 480 εκατ. από το πλεόνασμα του πρώτου τριμήνου του 2022). Στο ΤΕΜ έχουν μπει επίσης και περί τα 250 εκατ. ευρώ από τις δημοπρασίες ρύπων, ποσό πολύ χαμηλότερο από αυτό που είχε προϋπολογιστεί λόγω της αποκλιμάκωσης της τιμής των CO2. Εχει συγκεντρωθεί δηλαδή ένα συνολικό ποσό 1 δισ. ευρώ περίπου, που υπολείπεται κατά 100 εκατ. του ποσού του 1,1 δισ. ευρώ που έχει ανακοινωθεί για τις επιδοτήσεις Ιανουαρίου – Μαρτίου. Η κυβέρνηση έχει πλήρη επίγνωση ότι τα πλεονάσματα των ΑΠΕ και οι ρύποι δεν μπορούν να συνεχίσουν να είναι αποκλειστικοί «χορηγοί» των κοινωνικών μέτρων στήριξης, γι’ αυτό και κοιτάζει τόσο προς τον προϋπολογισμό όσο και προς τα πιθανά κέρδη της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρισμού.