Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος*
Από τα πιο διακεκαυμένα θέματα του δημοσίου διαλόγου την τελευταία εικοσαετία στην χώρα μας, είναι η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού μας συστήματος. Ήδη συνετές και έντιμες φωνές από την δεκαετία του ΄90 επεσήμαιναν τον κίνδυνο εξάντλησης του ασφαλιστικού μας συστήματος και επομένως της επερχόμενης αναπόδραστα κατάρρευσής του, αλλά στην Ελλάδα του πολιτικού χάους ποιός τους άκουγε.
Όποτε έκτοτε λαμβάνει χώρα μια εξαγγελία ασφαλιστικής μεταρρύθμισης συνασπίζονται δυο μεγάλα ρεύματα μέσα στην κοινωνία που παρεμποδίζουν την υλοποίησή της, ή έστω ακόμα και αυτή την απόπειρα ζωτικών διορθωτικών παρεμβάσεων. Από την μία πλευρά εκείνο το κοινωνικό ρεύμα που έχει τεκμηριώσει ώριμα ασφαλιστικά δικαιώματα. Και έχει το φόβο ότι μια ενδεχόμενη ανατροπή στο status quo του ασφαλιστικού, θα συνεπέφερε ριζικές αλλαγές που θα το θίξουν σημαντικά. Όπως την αύξηση των συνταξιοδοτικών ορίων, την επαναξιολόγηση ευνοϊκών διατάξεων και ευεργετικών ρυθμίσεων για κάποιες κοινωνικές κατηγορίες, την περαιτέρω αύξηση της ανταποδοτικότητας ασφαλιστικών εισφορών-σύνταξης και κάθε είδους απάλειψη ανάλογων προνομίων, που με την πάροδο του χρόνου και την ισχύ συντεχνιακών συμφερόντων έχει παγιώσει.
Από την άλλη πλευρά εκείνο το κοινωνικό ρεύμα των εργαζομένων, που καίτοι δεν υπάγονται στους προνομιούχους του υπάρχοντος ασφαλιστικού μας συστήματος, έχουν πάραυτα καταβάλλει τις ασφαλιστικές του εισφορές, προσδοκούν χωρίς εικονικά ασφαλιστικά έτη να πάρουν σύνταξη και ανησυχούν δεόντως, διότι μια ενδεχόμενη ριζική αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού μας συστήματος, θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την εξάντληση των αποθεματικών των ταμείων τους για την ασφαλιστική κάλυψη των προηγούμενων συνασφαλισμένων τους ή ακόμα και μεταφορά των αποθεματικών των ταμείων τους, σε άλλα «αδύναμα» ταμεία ασφαλισμένων, που καίτοι έχουν τεκμηριώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, δεν είναι τελικά επαρκώς ασφαλισμένοι.
Και τελικά αυτοί ενώ έχουν καταβάλει κανονικά τις εισφορές τους, χωρίς να είναι από τους προνομιούχους, να βρεθούν σε «ταμειακό κενό» και να μην πάρουν τελικά σύνταξη. Στην κατηγορία των προνομιούχων υπάγονται τα ταμεία των τραπεζών, τα ταμεία των ΔΕΚΟ, τα ταμεία όσων είναι ευεργετούμενοι με φόρους υπέρ τρίτων όπως δικηγόροι, μηχανικοί και δημοσιογράφοι, το πολιτικό μας προσωπικό ήτοι βουλευτές, δήμαρχοι, υπάλληλοι της Βουλής, καλλιτέχνες κ.α. που εξασφαλίζουν σύνταξη με ελάχιστες ακόμα ασφαλιστικές εισφορές, τέλος μια ειδική κατηγορία που τεκμηριώνει σύνταξη χωρίς την καταβολή καθόλου ασφαλιστικών εισφορών, όπως οι παλλινοστούντες.
Στην κατηγορία αυτών που φοβούνται μια ριζική ανατροπή του ασφαλιστικού μας συστήματος, ανήκουν οι υπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι ναυτεργάτες και οι μικροεπιχειρηματίες. Ενώ ανάμεσα στις δυο αυτές μεγάλες κατηγορίες υπάρχει και μια ενδιάμεση κατηγορία που έχει καταβάλλει κανονικά τις ασφαλιστικές της εισφορές, αλλά ωστόσο απολαμβάνει και μερικές προνομίες. Είναι οι συνταξιούχοι του δημοσίου που τεκμηριώνουν την σύνταξή τους, χωρίς πλασματικά έτη και πλασματικές διεκδικήσεις, από την άλλη όμως τυγχάνουν ευεργετικής μεταχείρισης από το ασφαλιστικό μας σύστημα, διότι οι συντάξεις τους πριμοδοτούνται από τον προϋπολογισμό του κράτους περισσότερο από οιαδήποτε άλλη κατηγορία εργαζομένων. Ενώ συμπληρώνονται ακόμα άπω επιδόματα επικουρικού χαρακτήρα, φτηνά στεγαστικά δάνεια και άλλες αντίστοιχες προνομίες.
Συνεπώς λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω διαφορές, ανισότητες και αδικίες, είναι εμφανές ότι μια σοβαρή και καλά μελετημένη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, θα ήρε πολλές αδικίες, θα δημιουργούσε προϋποθέσεις αληθινά κοινωνικής δικαιοσύνης και θα πυροδοτούσε με σπουδαία κοινωνική δυναμική, την απόπειρα μεταρρυθμίσεων και σε άλλα πεδία της δημόσιας σφαίρας, που συντηρούν και αναπαράγουν την κοινωνική αδικία και δεν επιτρέπουν στους εργαζόμενους απαλλαγμένοι από τέτοια επαχθή βάρη, να είναι δημιουργικοί και έντιμοι σε ότι αφορά την συμπεριφορά και συναλλαγή τους με την πολιτεία.
Σήμερα, όπως λειτουργεί το ασφαλιστικό μας σύστημα, αποτελεί ένα πολυμετα-βλητό μοντέλο, που θέτει σε δοκιμασία και βάζει αντίπερα μεταξύ τους, πολλές κατηγορίες εργαζομένων. Ειδικότερα θέτει αντιμέτωπους:
(α) Τους εργαζόμενους μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα
(β) Τους υπαλλήλους των ΔΕΚΟ, με τους υπαλλήλους του δημοσίου
(γ) Το πολιτικό μας προσωπικό με τα στελέχη των επιχειρήσεων
(δ) Την παρούσα γενεά ασφαλισμένων, με την προηγούμενη και την επόμενη, αφού τα συμφέροντα της μιας γενεάς, προσκρούουν στα συμφέροντα της άλλης
(ε) Όσους επαγγελματίες κατόρθωσαν να διασφαλίσουν πόρους υπέρ αυτών, με όσους δεν το πέτυχαν
(στ) Τους επιτηδευματίες με τους εμπόρους
Ενώ ακόμα δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς, τις αναπότρεπτες ανισότητες μεταξύ ανδρών-γυναικών ένεκα της μητρότητας, αυτές που αφορούν αναπήρους για λόγους κοινωνικής ευαισθησίας, όπως και τους ευεργετούμενους, λόγω αληθινής επικινδυνότητας του επαγγέλματός τους. Ο χαρακτήρας του όπως λειτουργεί σήμερα το ασφαλιστικό μας σύστημα είναι «ανοιχτά αναδιανεμητικός». Στην πραγματικότητα όμως λειτουργεί με τις παραμέτρους ενός πολύ ανοιχτού μοντέλου, δοθέντος ότι η έξοδος στην σύνταξη της πλειονότητας των εργαζομένων, δεν γίνεται με βάση τον αληθινό χρόνο καταβολής των εισφορών τους, αλλά με βάση τον συγκυριακό χρόνο κατά τον οποίον οδηγούνται στην σύνταξη.
Όμως αυτή είναι τελικά και η μεγάλη πληγή του συστήματος, αφού τροφοδοτεί με ανασφάλεια τις μελλοντικές γενεές ασφαλισμένων, ότι όταν έλθει η δική τους σειρά να πάρουν σύνταξη, θα έχουν ίσως εξαντληθεί οι πόροι των ταμείων τους και επομένως για την συνταξιοδότησή τους θα απομείνουν τελικά ψυχία. Στις ανοιχτές φιλελεύθερες οικονομίες υιοθετείται το «κεφαλαιοποιητικό» σύστημα το οποίο εδράζεται αποκλειστικά και μόνο στην μελλοντική απόδοση των εισφορών, με βάση την λειτουργία των αγορών. Κατά μια έννοια θα μπορούσε να εκτιμήσει κανείς ότι ένα τέτοιο σύστημα έχει αρκετά στοιχεία κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η εφαρμογή του όμως στην Ελλάδα, προσκρούει σε πολλές αδυναμίες. Κατά την εφαρμογή του και στο στάδιο της μετάβασης από το σημερινό σύστημα σ΄ αυτό, θα μειωθούν θεαματικά πολλές συντάξεις, θα πυροδοτήσει πολλές νέες κοινωνικές αδικίες και την έκρηξη ακόμα ενός κοινωνικού ρεύματος, που θα αντιταχθεί σε κάθε απόπειρα υιοθέτησής του. Μια ρεαλιστική προσέγγιση επίλυσης του προβλήματος θα ήταν η επιλογή ενός συνδυαστικού ασφαλιστικού συστήματος «κλειστά αναδιανεμητικού», που θα ήρε την ανασφάλεια του «ανοιχτά αναδιανεμητικού», αλλά και την δραστική μείωση των συντάξεων που υπαγορεύει το «κεφαλαιοποιητικό σύστημα».
Ένα τέτοιο σύστημα θα οριοθετούσε με σαφήνεια την περαιτέρω αύξηση των εισφορών μέσω της κρατικής αρωγής, αλλά και αυτές τις ιδιαιτερότητες ξεχωριστά κάθε επαγγέλματος. Το σύστημα αυτό ακόμα θα μπορούσε να ισχυροποιηθεί θεσμικά και να γίνει ακόμα πιο δίκαιο κοινωνικά, με την δημιουργία μεγάλων ενιαίων ταμείων, τα οποία με την σειρά τους, θα προβλέπουν τη δομή επιδοκιμασίας-επιβάρυνσης ανάλογα με την συμπεριφορά τους για τους ασφαλισμένους, κάτι που κάνουν επιτυχώς οι ασφαλιστικές εταιρείες του ιδιωτικού τομέα.
Αναφερόμενοι σε μεγάλα ενιαία ταμεία, στα οποία θα στηρίζεται το νέο ασφαλιστι-κό μας σύστημα μπορούμε να προτείνουμε τα εξής δυο ταμεία:
1. Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών.
Σ΄αυτό το ταμείο θα συμπεριληφθούν όλοι αδιακρίτως οι εργαζόμενοι μισθωτής εργασίας. Απιο στρατιωτικούς και πρέσβεις μέχρι διανομείς σε πιτσαρίες. Επίσης στο ίδιο ταμείο θα συμπεριληφθεί όλο ανεξαιρέτως το πολιτικό μας προσωπικό, αλλά οι κάθε μορφής υπάλληλλοι. Απο τραπεζικούς και νοσοκόμους, μέχρι διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων.
2. Ταμείο Ασφάλισης Επιχειρηματιών.
Σ΄αυτό το ταμείο θα συμπεριληφθούν όλοι όσοι είναι ιδιοκτήτες επιχείρησης και όσοι ασκούν ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα, ελεύθεροι επαγγελματίες, έμποροι, κάτοχοι φορτηγών και αγρότες.
Με τα δυο αυτά ταμεία καλύπτονται όλες οι μορφές εργασίας. Πάραυτα όμως θα είναι σε θέση να καλύπτουν το κόστος ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης μόνο των μελών τους και ενυπάρχει ο κίνδυνος να μείνουν εκτός συστήματος κοινωνικής προστασίας, όσοι για κάποιο λόγο είναι παντελώς ανασφάλιστοι. Όπως δηλαδή οι μακροχρόνια άνεργοι, οι μη δηλωμένοι μετανάστες, οι άνεργοι έχοντας εισόδημα μόνον από κληρονομιές, οι ανήλικοι με ανασφάλιστους γονείς, καθώς και οι υπέργηροι με αγνώμονα τέκνα. Και βεβαίως σε μια πολιτισμένη και ευνομούμενη κοινωνία, που θεωρεί ότι έχει κοινωνική ασφάλιση δεν πρέπει να υπάρχουν τέτοιες «τρύπες».
Συνεπώς, μπορεί να συσταθεί και ένα τρίτο ταμείο, που θα επωμισθεί την περίθαλψη και την επιδοματική κάλυψη γήρατος, όλων των αδυνάτων, προφανώς για καθαρά κοινωνικούς λόγους και όχι με ανταποδοτικά ασφαλιστικά κριτήρια. Ανακύπτει όμως το σοβαρότατο πρόβλημα του πως, θα δεχθούν να υπαχθούν στα δυο νέα πιο πάνω ασφαλιστικά ταμεία με κοινούς πλέον κανόνες, οι υφιστάμενες σήμερα εκ διαμέτρου αντίθετες κατηγορίες μισθών και συντάξεων.
Διότι με την διαφαινόμενη απευθείας άρση των κεκτημένων τους, θα ξεσηκωθεί ένα πελώριο κύμα αντίδρασης, που δεν θα επιτρέψει την προτεινόμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Μπορούμε όμως προσεκτικά να σχεδιάσουμε κατά την φάση της μετάβασης, ένα πλάνο σύγκλισης από τα σημερινά δεδομένα στους καινούριους ενιαίους κανόνες, που θα ελαχιστοποιήσει τις απώλειες και θα βάλει επί τέλους τάξη στο άναρχο ασφαλιστικό μας σύστημα. Παραθέτουμε παρακάτω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μετάβασης ενός ασφαλισμένου από την σημερινή κατάσταση στη νέα που προτείνουμε, με τα δυο μόνο μεγάλα και ενιαία ταμεία.
Έστω ότι ένας εργαζόμενος υπάγεται στο νέο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών και προσδοκά να πάρει σύνταξη στα 25 χρόνια ασφάλισης και έχει μέχρι σήμερα δουλέψει 15 χρόνια. Υπαγόμενος λοιπόν στο νέο ταμείο θα κρατήσει 15/25=60% της δικαιούμενης σύνταξης. Σ΄ αυτό το ποσοστό θα προστεθεί και το 20/35=57% της καινούριας σύνταξης από το νέο ταμείο, με την παραδοχή ότι επιθυμεί να συνεχίσει την εργασία του και να κλείσει 35ετία.
Αν ωστόσο επιθυμεί να οδηγηθεί στη σύνταξη στα 25 χρόνια, όπως αρχικά είχε σχεδιάσει, τότε θα λάβει επιπρόσθετο ποσοστό από το νέο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών, 10/35=28% της καινούριας σύνταξης. Για να λάβει τώρα το σχέδιο μετάβασης επιβάλλεται να γίνει αναλυτική καταγραφή των εισφορών κάθε ασφαλισμένου. Προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί για κάθε ασφαλισμένο να δημιουργηθεί ένας Ατομικός Λογαριασμός Ασφάλισης-Σύνταξης, εν είδει τραπεζικού λογαριασμού, στον οποίο θα καταγράφονται όλες οι ασφαλιστικές εισφορές που έχει καταβάλλει τόσο ο ίδιος ο ασφαλισμένος, όσο και το κράτος και ο εργοδότης του, καθώς και οι συνταξιοδοτικές συνιστώσες που αναλογούν στις εκάστοτε καταβαλλόμενες ασφαλιστικές του εισφορές, αναλόγως του ασφαλιστικού ταμείου στο οποίο υπάγονταν.
Σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα ο λογαριασμός αυτός θα εκτοκίζεται και ο ασφαλισμένος θα ενημερώνεται για το ασφαλιστικό του κεφάλαιο που έχει διαμορφωθεί, τις συνταξιοδοτικές δυνατότητες που του παρέχει αυτό το σωρευθέν ασφαλιστικό κεφάλαιο και επομένως τις επιλογές που έχει για να επιλέξει τον παραμετρικό τρόπο έκδοσης της σύνταξής του, όπως και για το ύψος αυτής. Αν κάποια στιγμή εργαστεί σε φορέα, με διαφορετικό τρόπο παραμετρικού υπολογισμού των εισφορών, τότε στο ατομικό του ασφαλιστικό κεφάλαιο, θα αθροίζεται η νέα αναλογία εισφορών και επομένως οι πρόσθετες ασφαλιστικές αποδόσεις.
Με τον Ατομικό Λογαριασμό Ασφάλισης-Σύνταξης που αναφέραμε πιο πάνω, θα μπορεί ο κάθε ασφαλισμένος να ενημερώνεται για τις ασφαλιστικές εισφορές που έχει καταβάλει αυτός, η εργοδοσία του και το κράτος στα πλαίσια μέσω επιχορήγησης της αναγκαίας συμπληρω-ματικής ασφάλισης, αλλά και για τα συνταξιοδοτικά ασφαλιστικά δικαιώματα που έχει τεκμηριώσει. Επιλύεται έτσι με τον πιο ανώδυνο τρόπο η μετακίνηση των ασφαλισμένων σε διάφορα πεδία απασχόλησης, χωρίς να απολέσουν καμία ασφαλιστική τους εισφορά, αφού στο τέλος προστίθενται όλα τα συνταξιοδοτικά τους μερίδια, από κάθε περίοδο ασφαλιστικής τους κάλυψης.
Αυτός ο λόγος εξάλλου του φόβου μεταπήδησης από μια εργασία σε μιαν άλλη με διαφορετικούς ασφαλιστικούς φορείς, προκειμένου να μην απολεσθούν ασφαλιστικά κεκτημένα, συμβάλει στην αύξηση της ανεργίας, αφού μειώνεται σημαντικά η εργασιακή κινητικότητα των εργαζομένων, η οποία στις σημερινές συνθήκες ασφυξίας της αγοράς εργασίας, λειτουργεί ως πολύτιμο στην κυριολεξία οξυγόνο.
Επομένως τα περιγραφόμενα πιο πάνω δυο ενιαία ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, περιέχουν σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά πλεονεκτήματα δοθέντος ότι συμβάλουν ζωτικά:
(α) Στην ακώλυτη ασφαλιστική κινητικότητα των εργαζομένων, αφού αποτρέπουν κάθε είδους απώλεια ασφαλιστικής εισφοράς.
(β) Στην δημοσιοποίση και απάλειψη συνάμα, όλων των προκλητικών ασφαλιστικών ανισοτήτων.
(γ) Στον γρήγορο, απλό και διαφανή υπολογισμό του συμπληρωματικού κόστους, όπου απαιτείται από την πολιτεία, για την έκδοση των συντάξεων
(δ) Στην απρόσκοπτη επιλογή του εργαζόμενου, του χρόνου συνταξιοδότησής του, όπως επίσης και της επανόδου του στην εργασία, όποτε το επιθυμήσει.
(ε) Στην δίκαιη από την πολιτεία ασφαλιστική αντιμετώπιση των σημερινών εργαζομένων και των αυριανών ασφαλιστικών γενεών.
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος είναι Α΄ Αναπληρωματικός Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων.