Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν επισκέφθηκε τη χώρα μας και φρόντισε να αξιοποιήσει το βήμα της Αθήνας, με όλη την συνεπαγόμενη ιστορική και συμβολική φόρτιση, προκειμένου να εκπέμψει μηνύματα για το μέλλον της Ευρώπης.
Είναι στρεβλό το Μέγαρο Μαξίμου να προσπαθεί να βρει ομοιότητες μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Εμανουέλ Μακρόν, γιατί το υπόβαθρο, το πολιτικό πρόγραμμα και οι πολιτικές προτεραιότητες των δύο, όπως προκύπτει από την εσωτερική ατζέντα, είναι τελείως διαφορετικά. Ο Μακρόν, με όλη την επικοινωνιακή υπερβολή που τον συνοδεύει, είναι ένας πολιτικός με κρύο αίμα, που δεν διστάζει να κάνει μεταρρυθμίσεις που πονάνε, γιατί αυτό θεωρεί πως είναι το δέον γενέσθαι, ενώ από την άλλη ο Αλέξης Τσίπρας αναγκάστηκε να υπογράψει Μνημόνιο του 2015, το εφήρμοσε με αρκετές δυσκολίες μέχρι να πάρει το κολάι και τώρα βάζει μπροστά το μεταρρυθμιστικό αφήγημα, γιατί δεν έχει άλλο δρόμο. Και, φυσικά, τα περί ηλικίας και το πόσο καταλαβαίνονται μεταξύ τους οι σαραντάρηδες της ευρωπαϊκής νέας γενιάς είναι για τις παραπολιτικές στήλες.
Πέραν των εμφανών διαφορών, όμως, η επίσκεψη Μακρόν προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες. Το ένα σκέλος έχει να κάνει με τις επενδύσεις, τις οποίες επί χρόνια ακούμε και δεν βλέπουμε. Αυτή τη φορά, ο Γάλλος πρόεδρος συνοδεύεται από πλειάδα επιχειρηματιών και στελεχών γαλλικών επιχειρήσεων, οι οποίοι έχουν ήδη μια πρώτη εικόνα για τη χώρα μας και μπορούν να πειστούν, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, να αφήσουν κεφάλαιο εδώ. Δεν έχουμε, άλλωστε, την πολυτέλεια να διώχνουμε επενδύσεις και γι’ αυτό, όπως έχει ξαναγράψει η στήλη, πρέπει να επικεντρώσουμε στις πολιτικές που υλοποιούν επενδύσεις και στο πώς θα δημιουργήσουμε καινούργιο πλούτο, όχι απλά να αναλωνόμαστε σε λεκτικές διατυπώσεις περιορισμένης βαρύτητας.
Το δεύτερο σκέλος, όμως, το οποίο είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, σημαντικό είναι το πολιτικό. Το Μέγαρο Μαξίμου, αδυνατώντας να βρει ένα σταθερό modus operandi με το Βερολίνο, επένδυε ιδιαίτερα στον ελληνογαλλικό άξονα που, για πολιτισμικούς και ιστορικούς λόγους μεταξύ άλλων, είναι εκ των μακροβιότερων συμμαχιών της χώρας. Ο προκάτοχος του Μακρόν, Φρανσουά Ολάντ, όμως ήταν κατά τα τελευταία χρόνια της προεδρίας του ήδη…πρώην πρόεδρος, μιας και ήξερε ότι πολιτικά έχει τελειώσει. Έτσι, εκτός από ορισμένες καίριες παρεμβάσεις το 2015 και το 2016, η πολιτική στήριξη, στην οποία το Μαξίμου είχε επενδύσει για ηπιότερη στάση των θεσμών στις αξιολογήσεις, τορπιλίστηκε στην πράξη, κυρίως από το ΔΝΤ. Εδώ, όμως, οι συνθήκες είναι διαφορετικές: το ΔΝΤ σε λίγο καιρό θα φύγει από την Ευρώπη, οι πολιτικές ισορροπίες στην Ήπειρο αλλάζουν προς το μοντέλο των διαφορετικών ταχυτήτων αλλάζουν και εμείς χρειαζόμαστε την ισχυρή ελληνογαλλική συμμαχία.
Ο Μακρόν δεν είναι Ολάντ. Και δεν είναι Ολάντ, γιατί η Άνγκελα Μέρκελ γνωρίζει ότι ο γαλλογερμανικός άξονας πρέπει, για το καλό και της Γερμανίας, να αναβιώσει ουσιαστικά. Ο Φρανσουά Ολάντ δεν είχε το πολιτικό βάρος και τη βούληση να ακολουθήσει αυτόν τον στόχο. Η ισχυρή νομιμοποίηση του Μακρόν και η νίκη του απέναντι στην εκφραστή του ακροδεξιού σοβινισμού και λαϊκισμού Μαρίν Λε Πεν, του έδωσε πολιτικό κεφάλαιο για τη σχέση του με το Βερολίνο. Για μια φορά, ας διαβάσουμε σωστά τους νέους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς και ας ποντάρουμε, επιτέλους, στο σωστό άλογο, με τον σωστό τρόπο.