Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Μετά την ολοκλήρωση της επίσκεψης Μητσοτάκη στις ΗΠΑ δόθηκε στη δημοσιότητα από ελληνικής πλευράς ένας διάλογός του με τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Σύμφωνα με αυτόν, ο πρόεδρος Τραμπ, τον ρώτησε αναφερόμενος σε ενδεχόμενο ελληνοτουρκικής εμπλοκής στο Αιγαίο: «Κι αν χάσετε;».
Δεν έχει σημασία η απάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού που φέρεται να του απάντησε «δεν θα χάσουμε».
Αυτό που έχει σημασία είναι η ερώτηση. Αν, λοιπόν, όντως έγινε αυτός ο διάλογος και είναι ακριβής η απόδοσή η διατύπωση τού προέδρου Τραμπ δηλώνει καθαρά: «δεν ανακατεύομαι» Και αυτή η διατύπωση σημαίνει ότι το ταξίδι του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ απέτυχε να έχει ουσιαστικά αποτελέσματα για την Ελλάδα.
Αν από την άλλη δεν έγινε και αποτελεί μια προσπάθεια να φτιάξουν το προφίλ ενός αποφασιστικού πρωθυπουργού, τότε είναι μια πλήρως ανόητη προσπάθεια.
Ανεξαρτήτως όμως αυτού, η συνολική αποτίμηση της επίσκεψης ενός ακόμη Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ δεν είχε πολύ καλύτερη τύχη από αντίστοιχες του παρελθόντος.
Όλα ξεκινούν από το γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες η Ελλάδα θέλει να δίνει την εικόνα του καλού παιδιού και είναι εξαιρετικά υποχωρητική σε όλα τα μέτωπα. Από το Κυπριακό και το Αιγαίο ως τα Σκόπια και την Αλβανία. Αυτό είναι το πρώτο πρόβλημα.
Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο, σημαντικότερο. Η εικόνα του καλού παιδιού αντίκειται στο απωθημένο, επί χρόνια, της εξωτερικής μας πολιτικής που επιχειρεί να αναγνωριστεί ως η περιφερειακή δύναμη της περιοχής μας.
Αλλά, στη ζωή, όπου δεν υπάρχουν τα προσόντα πρέπει να είναι υπερβολική η βούληση.
Και εξηγώ τι θεωρώ βούληση: Όταν επισκέπτεσαι τις ΗΠΑ επίσημα, και αυτό το γνωρίζω προσωπικά, και επιχειρείς να παρουσιάσεις τον εαυτό σου ως δύναμη σταθερότητας στην περιοχή υπάρχουν δύο ερμηνείες. Υπάρχει αυτή με την οποία εσύ βλέπεις τον εαυτό σου αλλά υπάρχει και εκείνη του πιο ισχυρού συνομιλητή σου, στη συγκεκριμένη περίπτωση των ΗΠΑ.
Αυτή υπήρξε ανέκαθεν η παγίδα στις σχέσεις μας με τις ΗΠΑ, από την εποχή των βομβαρδισμών στη Σερβία. Γιατί τη στιγμή της κρίσης έρχεται η Αμερική και προσδιορίζει με βάση τα δικά της συμφέροντα αυτό που εσύ αποκαλείς σταθεροποιητική δύναμη.
Έτσι και τώρα οι ΗΠΑ σου λένε «καθίστε ήσυχα», όπως στα τελευταία 70 χρόνια μετά τον Β’ παγκόσμιο.
Άρα λοιπόν τι μας μένει; Να αποφασίσουμε ότι αν θέλουμε να είμαστε μια δυνατή περιφερειακή δύναμη, αυτό απαιτεί άλλου είδους αντίληψη, άλλου είδους συμπεριφορά.
Με βάση όλα τα παραπάνω αυτό που αναρωτιέμαι είναι με ποια λογική είχε προσδιοριστεί το συγκεκριμένο ταξίδι, στη συγκεκριμένη συγκυρία.
Γιατί είναι άλλο θέμα ένα ταξίδι σε περίοδο ηρεμίας και ύφεσης των εθνικών μας θεμάτων και άλλο μια επίσκεψη με ανοικτά όλα μας τα εθνικά θέματα λόγω της επιθετικότητας της Τουρκίας και του Ερντογάν.
Η Τουρκία επί δεκαετίες συστηματικά εργάζεται πάνω σε ένα συγκεκριμένο σχεδιασμό που έχει ως βασικό στόχο το μοίρασμα του Αιγαίου, την νομιμοποίηση της κατοχής στην Κύπρο, πλουτοπαραγωγικούς πόρους που δεν της ανήκουν και, το σημαντικότερο όλων, την ανάδειξή της σε περιφερειακή δύναμη που ουσιαστικά θα αποτελεί τον τοποτηρητή της ευρύτερης περιοχής. Και για να το πετύχει αυτό δεν υπολογίζει ούτε συμμαχίες, ούτε διεθνείς συνθήκες.
Από τη δική μας πλευρά, η λογική του ραγιαδισμού είναι δυστυχώς διαχρονική, διαπερνά τη χώρα οριζόντια και δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Η Ελλάδα δηλώνοντας πιστός σύμμαχος που δεν διεκδικεί τίποτε και έτοιμη να αγοράσει όποια οπλικά συστήματα έχει προς πώληση η Αμερική ουσιαστικά δηλώνει «παραιτημένη». Και όταν δεν κάποιος δεν έχει λόγο να σε φοβάται και δεν είσαι οργανωμένος και αποφασισμένος, δεν έχει λόγο και να σε υπολογίζει.
Αυτό συμβαίνει και σήμερα. Και δεν θεωρώ επιτυχία το γεγονός ότι λάβαμε μια αόριστη υπόσχεση ότι θα υπάρξει διαμεσολάβηση για να μην γίνει θερμό επεισόδιο.
Πρώτον, γιατί το θερμό επεισόδιο μπορεί να είναι τυχαίο όσον συνεχίζονται οι καθημερινές προκλήσεις και παραβιάσεις και δεύτερον γιατί την προηγούμενη φορά που όντως απετράπη η σύγκρουση το αποτέλεσμα ήταν να «χάσουμε» τα Ίμια που από τότε αποτελούν μια γκρίζα ζώνη στο Αιγαίο.
Ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση είμαι βέβαιος ότι το αντάλλαγμα της «διαμεσολάβησης» θα είναι η προσφυγή στη Χάγη. Αυτό ως θεωρητική προσέγγιση είναι συζητήσιμο αλλά πρακτικά αυτό που έχει σημασία είναι τα θέματα που θα τεθούν προς διαιτησία. Αν δηλαδή η χώρα μας θα συνυπογράψει ώστε να κριθούν ζητήματα που είναι λυμένα από τις διεθνείς συνθήκες εδώ και περίπου έναν αιώνα.
Αν συμβεί αυτό, τότε θα πρόκειται για μια εθνική υπαναχώρηση που μπορεί να φτάνει και στα όρια της τραγωδίας.
ΥΓ: Μιας και οι παραβιάσεις συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό έχω μια διαχρονική απορία: εαν δεν τους αναχαιτίσει η πολεμική μας αεροπορία μέχρι που θα φτάσουν;