Διεθνής ομάδα επιστημόνων ανακάλυψε μια τοξίνη η οποία εξoντώνει τα βακτήρια και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον για τη δημιουργία μιας νέας ισχυρής σειράς αντιβιοτικών.
Η προοπτική ανάπτυξης νέων αντιβακτηριακών φαρμάκων με αυτόν τον τρόπο χαιρετίστηκε από τους γιατρούς, οι οποίοι προειδοποιούν εδώ και πολλά χρόνια ότι η σταθερή αύξηση των πολυανθεκτικών παθογόνων μικροοργανισμών, όπως το E coli, αποτελεί πλέον μεγάλη απειλή για την υγειονομική περίθαλψη σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Το νέο αντιβιοτικό – η αλβικιδίνη – επιτίθεται στα βακτήρια με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τα υπάρχοντα φάρμακα, όπως αποκάλυψε η διεθνής ερευνητική ομάδα από τη Βρετανία, Γερμανία και Πολωνία σε άρθρο της που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό «Nature Catalysis». Αυτό σημαίνει ότι μια νέα οδός θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για την αντιμετώπιση των βακτηριακών ασθενειών.
«Δεν μπορέσαμε να προκαλέσουμε καμία αντίσταση έναντι της αλβικιδίνης στο εργαστήριο», δήλωσε ο Ντμίτρι Γκιλάροφ, μέλος της ερευνητικής ομάδας στο Κέντρο John Innes στη Βρετανία. «Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είμαστε πραγματικά ενθουσιασμένοι – επειδή πιστεύουμε ότι θα είναι πολύ δύσκολο για τα βακτήρια να αναπτύξουν αντίσταση κατά των αντιβιοτικών που περιέχουν αλβικιδίνη».
Η αλβικιδίνη παράγεται από ένα φυτοπαθογόνο βακτήριο που ονομάζεται Xanthomonas albilineans και προκαλεί μια καταστροφική ασθένεια στο ζαχαροκάλαμο, γνωστή ως καψάλισμα των φύλλων. Το παθογόνο χρησιμοποιεί την αλβικιδίνη για να επιτεθεί στο φυτό. Πριν από αρκετές δεκαετίες, οι ερευνητές είχαν ανακαλύψει ότι είναι εξαιρετικά αποτελεσματική στη θανάτωση βακτηρίων.
«Το πρόβλημα ήταν ότι, εκείνη την εποχή, δεν γνωρίζαμε ακριβώς πώς η αλβικιδίνη επιτίθεται στα βακτήρια και έτσι δεν μπορούσαμε να τη χρησιμοποιήσουμε ως βάση για νέα αντιβιοτικά, διότι αυτά θα μπορούσαν να προκαλέσουν κάθε είδους επιπλοκές στον ανθρώπινο οργανισμό», εξήγησε ο Γκιλάροφ. «Έπρεπε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο σκότωνε τα βακτήρια προτού μπορέσουμε να το κάνουμε αυτό – και αυτό πετύχαμε τώρα».
Σε συνεργασία με επιστήμονες του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Βερολίνου στη Γερμανία και του Πανεπιστημίου Jagiellonian στην Κρακοβία της Πολωνίας, ο Γκιλάροφ και η ομάδα του χρησιμοποίησαν μια σειρά προηγμένων τεχνικών για να ανακαλύψουν πώς σκοτώνει τα βακτήρια η αλβικιδίνη.
«Τώρα που έχουμε μια δομική κατανόηση, μπορούμε να δημιουργήσουμε τροποποιήσεις της αλβικιδίνης για να βελτιώσουμε την αποτελεσματικότητα και τις φαρμακολογικές της ιδιότητες», είπε ο Γκιλάροφ. «Πιστεύουμε ότι πρόκειται για ένα από τα πιο συναρπαστικά νέα υποψήφια αντιβιοτικά εδώ και πολλά χρόνια. Έχει εξαιρετικά υψηλή αποτελεσματικότητα σε μικρές συγκεντρώσεις και είναι εξαιρετικά ισχυρή κατά των παθογόνων βακτηρίων – ακόμη και εκείνων που είναι ανθεκτικά στα ευρέως χρησιμοποιούμενα αντιβιοτικά, όπως οι φθοριοκινολόνες».
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έχει προειδοποιήσει ότι η μικροβιακή αντοχή αποτελεί πλέον μια από τις μεγαλύτερες απειλές για την παγκόσμια υγεία, την ασφάλεια των τροφίμων και την ανάπτυξη.
«Ένα πρόβλημα είναι ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν κάνουν αρκετή έρευνα και δεν αναπτύσσουν νέα αντιβιοτικά», δήλωσε ο καθηγητής Τόνι Μάξγουελ, ο οποίος επίσης εδρεύει στο Κέντρο John Innes. «Παλαιότερα έβγαιναν συνεχώς νέες ενώσεις στην αγορά, αλλά αυτό δεν ισχύει πλέον. Όλο και λιγότερες μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες αναπτύσσουν αντιβιοτικά και έτσι εγκρίνονται όλο και λιγότερα από τις δυτικές αρχές φαρμάκων. Το πρόβλημα είναι ότι δεν βγάζεις πια χρήματα από τα αντιβιοτικά», σημείωσε ο καθηγητής.
«Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για τη θεραπεία μιας βακτηριακής νόσου από ένα αντιβιοτικό, οπότε αυτή η έρευνα ανοίγει το δρόμο για μια εντελώς νέα σειρά φαρμάκων με βάση τα νέα δεδομένα σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της αλβικιδίνης. Μπορεί να χρειαστούν χρόνια για να δημιουργηθούν κλινικά αποτελεσματικές εκδοχές, ωστόσο μια μέρα θα έχουμε ένα νέο όπλο στο οπλοστάσιό μας».
Σε αυτό συμφωνεί και ο Γκιλάροφ.
«Για να κινηθούν τα πράγματα, η κυβέρνηση πρέπει να παρέμβει, όπως έκανε με την ανάπτυξη εμβολίων. Πρέπει να παράσχει κίνητρα ή να δημιουργήσει ένα ειδικό ινστιτούτο ανάπτυξης αντιβιοτικών».