Η έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχούς ανάρρωσης ενός ασθενούς, γι’ αυτό και οι φτηνές, μη επεμβατικές εξετάσεις ελέγχου είναι τόσο σημαντικές. Τώρα, ερευνητές του ΜΙΤ ανέπτυξαν ένα τεστ ούρων που μπορεί να διακρίνει μεταξύ διαφορετικών τύπων καρκίνου και πιθανώς θα μπορούσε να εντοπίσει τυχόν μεταστάσεις.
Ενώ το τεστ είναι απλό, η τεχνολογία πίσω από αυτό είναι εξελιγμένη και βασίζεται στην παρουσία ενζύμων που σχετίζονται με την εμφάνιση διαφόρων καρκίνων. Οι ερευνητές ανέπτυξαν έναν νέο τύπο νανοσωματιδίων επικαλυμμένα με πρωτεΐνες που φέρουν μια σειρά αλληλουχιών DNA. Όταν τα ένζυμα που σχετίζονται με τον καρκίνο συναντούν ένα νανοσωματίδιο στο αίμα, κόβουν μια πρωτεΐνη που είναι ειδική για το συγκεκριμένο ένζυμο. Οι αλληλουχίες που συνδέονται με την πρωτεΐνη αποβάλλονται από το σώμα μέσω των ούρων και στη συνέχεια μπορούν να διαβαστούν σαν γραμμωτός κώδικας και να ανιχνεύσουν την παρουσία καρκίνου.
Οι διάφοροι γραμμωτοί κώδικες DNA των νανοσωματιδίων δεν έχουν μόνο τη δυνατότητα να προσδιορίζουν εάν υπάρχει ή όχι καρκινικός όγκος, αλλά θα μπορούσαν επίσης να διακρίνουν μεταξύ των τύπων όγκων και να εντοπίζουν τυχόν μεταστάσεις. Όλα αυτά είναι ζωτικής σημασίας πληροφορίες για την ανάπτυξη και τη στόχευση των θεραπειών.
Οι αισθητήρες νανοσωματιδίων ανίχνευσαν πέντε διαφορετικά ένζυμα που παράγονται από τους όγκους. Μέχρι και 46 διαφορετικοί γραμμωτοί κώδικες DNA μπορούν δυνητικά να εκφραστούν σε ένα μόνο δείγμα, μόλις η τεχνολογία επεκταθεί περαιτέρω.
Ενώ οι βιοδείκτες του καρκίνου είναι συχνά δύσκολο να ανιχνευθούν, τα συνθετικά νανοσωματίδια που αναπτύχθηκαν σε αυτή τη μελέτη μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ενισχύσουν αυτά τα σήματα και να καταγράψουν τους τύπους καρκίνου και την εξέλιξή τους. Αυτό έγινε μέσω της τεχνολογίας γονιδιακής επεξεργασίας CRISPR που είχε τεράστιο αντίκτυπο στην επιστημονική έρευνα.
«Μέσω προσαρμοσμένων εφαρμογών, αυτοί οι προγραμματιζόμενοι αισθητήρες μπορούν να παρακολουθούν άλλες μολυσματικές και μη μεταδοτικές ασθένειες και να καθοδηγούν τις αποφάσεις θεραπείας για τη βελτίωση της διαχείρισης της νόσου σε περιβάλλοντα περιορισμένων πόρων», έγραψαν οι ερευνητές στο σχετικό άρθρο τους που δημοσιεύθηκε στο «Nature Nanotechnology».
Όλα αυτά βέβαια πρέπει να δοκιμαστούν ακόμη σε ανθρώπους, οπότε ένα πλήρως λειτουργικό τεστ που θα μπορείτε να χρησιμοποιήσετε στο σπίτι είναι ακόμη μακριά – αλλά οι ερευνητές είναι βέβαιοι ότι η τεχνική θα βελτιωθεί περαιτέρω στο μέλλον.
«Προσπαθούμε να καινοτομήσουμε στο πλαίσιο της διάθεσης της τεχνολογίας σε περιβάλλοντα χαμηλών και μεσαίων πόρων», δήλωσε η βιολόγος μηχανικός του ΜΙΤ Sangeeta Bhatia.
«Η ανάπτυξη αυτού του διαγνωστικού εργαλείου είναι μέρος του στόχου μας για τον εκδημοκρατισμό της διάγνωσης και τη δημιουργία φθηνών τεχνολογιών που μπορούν να δώσουν μια γρήγορη απάντηση στην περίθαλψη», κατέληξε η επιστήμονας.
ΠΗΓΗ: Science Alert