Μια διεθνής κοινοπραξία ερευνητών, με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, ανέπτυξε μια νέα τεχνολογία που επιτρέπει την κατασκευή υλικών τα οποία μιμούνται τη δομή των ζωντανών αιμοφόρων αγγείων.
Οι προκλινικές δοκιμές έδειξαν ότι μετά τη μεταμόσχευση του βιοεκτυπωμένου αιμοφόρου αγγείου ο οργανισμός των ποντικιών δέχτηκε το υλικό, με νέα κύτταρα και ιστό να αναπτύσσονται στα κατάλληλα σημεία – μετατρέποντάς το σε ζωντανό αιμοφόρο αγγείο.
Ο Άντονι Γουάις, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής στο Κέντρο Charles Perkins του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, δήλωσε ότι πρόκειται για την πρώτη φορά που οι επιστήμονες είδαν τα αγγεία να αναπτύσσονται με τόσο υψηλό βαθμό ομοιότητας με την πολύπλοκη δομή των αιμοφόρων αγγείων που υπάρχουν στη φύση.
«Η φύση μετατρέπει αυτόν τον κατασκευασμένο σωλήνα με την πάροδο του χρόνου σε έναν σωλήνα που μοιάζει, συμπεριφέρεται και λειτουργεί όπως ένα πραγματικό αιμοφόρο αγγείο», δήλωσε ο καθηγητής.
«Η ικανότητα της τεχνολογίας να αναδημιουργεί την πολύπλοκη δομή των βιολογικών ιστών δείχνει ότι έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να κατασκευάζει αιμοφόρα αγγεία που θα βοηθούν στις χειρουργικές επεμβάσεις, αλλά θέτει και τις βάσεις για τη μελλοντική δημιουργία άλλων συνθετικών ιστών, όπως οι καρδιακές βαλβίδες», σημείωσε.
Η ομάδα δημιούργησε μια βιοσύνδεση υδρογέλης διπλού δικτύου που μπορεί να εκτυπώσει αγωγούς σε ζωντανούς ιστούς, αξιοποιώντας τις δυνατότητες διασύνδεσης των φυσικών πολυμερών. Εκτός από την ισχυρή αγγειοσύσπαση, την αγγειοδιαστολή και την ικανότητα αιμάτωσης, οι αγωγοί αυτοί παρουσίασαν και άλλα σημαντικά φυσιολογικά χαρακτηριστικά των αιμοφόρων αγγείων.
«Τα αγγεία που εκτυπώσαμε μιμούνται πραγματικά πολλά από τα μηχανικά χαρακτηριστικά των εγγενών αγγείων», δήλωσε ο ανώτερος συγγραφέας, Y. Shrike Zhang, Ph.D., του Τμήματος Μηχανικής στην Ιατρική.
«Αυτή η έρευνα καταδεικνύει τη δυνατότητα τέτοιων αγωγών να χρησιμεύσουν ως αγγειακά μοντέλα για μοσχεύματα σε αγγειακές χειρουργικές επεμβάσεις, άλλες μελέτες ασθενειών και ευρείες βιοϊατρικές εφαρμογές», πρόσθεσε.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο «Science Advances».