Ο κλάδος της μαζικής εστίασης βρίσκεται ίσως στην κρισιμότερη καμπή της ιστορικής του διαδρομής, καθώς είτε πρόκειται για μεγάλες εταιρίες του τομέα είτε για μεμονωμένες περιπτώσεις, καλούνται να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητα και παρουσία τους στην αγορά υπό το πρίσμα των νέων συνθηκών που επικρατούν.
Η όποια νέα στρατηγική ακολουθηθεί θα πρέπει να απαντά σε τρία βασικά ερωτήματα: που απευθύνομαι, τι προσφέρω και σε ποια τιμή μπορώ να το προσφέρω.
Όσο απλοϊκά κι αν ακούγονται, οι επαγγελματίες της εστίασης φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια είχαν ξεχάσει και τα βασικά, όπως η κρίση καταδεικνύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ξαφνικά (;) βλέπει κανείς ότι καταστήματα της εστίασης στερούνται ενός ξεκάθαρου προφίλ στην προσπάθεια που έκαναν να καλύπτουν ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, ενώ η τιμολογιακή τους πολιτική δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες μεταβολές…
Οι πελάτες καταναλωτές πλέον μετρούν και το τελευταίο ευρώ τους και περισσότερο από ποτέ λογαριάζουν που θα το ακουμπήσουν. Δεν είναι τυχαίο που τα σουβλατζίδικα ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια, αφού σε χαμηλή τιμή προσφέρουν ουσιαστικά ένα ικανοποιητικό γεύμα. Δεν είναι τυχαίο ότι ανθούν αλυσίδες που για παράδειγμα προσφέρουν hot dog και καφέ σε τιμές που δεν ξεπερνούν τα 70 ή 80 λεπτά. Διότι πλέον οι πιτσιρικάδες, κι όχι μόνον, δεν έχουν ούτε κατά διάνοια το χαρτζιλίκι άλλων εποχών.
Κατά συνέπεια δεν είναι τυχαίο (κι άργησε κιόλας) που η Vivartia αποφάσισε να ξεκαθαρίσει το δίκτυο των καταστημάτων στην εστίαση που διαθέτει. Όπερ σημαίνει ότι θα κλείσει Goody’s , Everest ή La pasteria όπου κριθεί απαραίτητο. Βεβαίως το ζήτημα είναι όχι μόνον να αναδιαρθρώσει το δίκτυο της αλλά και να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά του. Ή μπέργκερ θα πουλάς ή κεφτεδάκια κι ότι κι αν πουλάς, η τιμή του να είναι προσαρμοσμένη στην τσέπη του καταναλωτή που θες. Διαφορετικά απλώς η εποχή θα σε προσπεράσει.