Του Μάκη Πατσιόγιαννη
Σε αυτή την χώρα συνήθως πρώτα μιλάμε και μετά σκεφτόμαστε. Αν γινότανε το αντίθετο, θα είχαμε καταφέρει θαύματα. Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε το ότι , μαζί με τ’ άλλα κυβερνητικά κλαυσίγελα, τώρα τελευταία πυκνώνουν οι κραυγές για επιστροφή στη δραχμή; Μα όλοι βαλτοί πια για να μας βουλιάξουν;
Όμως σκοπός σκοπός μας δεν είναι να φοβίσουμε τον λαό για τις τραγικές και με μεγάλη διάρκεια συνέπειες, που ούτε ως εφιάλτη στον ύπνο μας δε θα ήθελα να ζήσουμε. Συνέπειες που επιμελώς αποκρύπτουν οι εραστές της δραχμής. Δεν το αξίζουμε, όσο και αν η ευθύνη μας βαρύνει απολύτως. Άλλωστε τόσα ωμά και κατά κόρον ακούστηκαν κατά την διάρκειαν της προεκλογικής περιόδου, από την σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία με περισσή επιπολαιότητα προσπάθησε να εκφοβίσει, άγαρμπα ομολογουμένως, το εκλογικό σώμα , το οποίο και την μαύρισε. Και δεν εννοώ ότι δεν θα συμβούν όλα αυτά αν πράγματι φθάσουμε στη δραχμή…
Γι’ αυτό δεν μένω στις συνέπειες, αλλά προχωρώ στις αντικειμενικές αδυναμίες της προτεινομένης αλλαγής νομίσματος. Διότι όπως λένε και οι γιατροί, η διάγνωση πρέπει να προηγείται της θεραπείας.
Για να αποφασίσουμε λοιπόν την επιστροφή στη δραχμή θα πρέπει πρώτα να συζητήσουμε αν πράγματι για την κατάντια μας ευθύνεται το ευρώ από το οποίο θέλουμε να απαλλαγούμε.
Λάθος σίγουρα κάναμε όταν μπήκαμε στο ευρώ κλειδώνοντας την ισοτιμία του με υπερτιμημένη δραχμή. Ήταν εγκληματικό, διότι αντί να κάνουμε από τότε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές στην οικονομία μας για να επιτύχουμε, με υγιή ανάπτυξη, μείωση του πληθωρισμού κάτω του 3%, όρος απαραίτητος για την είσοδό μας στην ΟΝΕ, προτιμήσαμε να τον ρίξουμε μέσω των φθηνών εισαγομένων προϊόντων λόγω της ακριβής δραχμής, εισαγόμενα προϊόντα τα οποία είχαν και τη μεγαλύτερη άλλωστε συμμετοχή στη διαμόρφωσή του. Ας φαντασθούμε πόσο διαφορετική εξέλιξη θα είχαμε αν είμαστε 20% ή και περισσότερο φθηνότεροι.
Παρόλα αυτά, στα χρόνια που μεσολάβησαν, αντί το πολιτικό σύστημα με διακομματική συμφωνία να συνετισθεί και να χρησιμοποιήσει σωστά και εποικοδομητικά το μόνο εργαλείο που μας απέμεινε, δηλαδή την δημοσιονομική πολιτική ( την νομισματική και συναλλαγματική πολιτική την έχομε ήδη εκχωρήσει στη ΕΕ) συγκρατώντας την εξέλιξη των μισθών και συντάξεων, περιορίζοντας τους διορισμούς και το σπάταλο κράτος, μεταρρυθμίζοντας την οικονομία και την συμπεριφορά του λαού μας κάνοντας την οικονομία μας ανταγωνιστική στο ακριβό πλέον ευρώ, όπως έκανε η Γερμανία και άλλοι με την σύμφωνη γνώμη των ωρίμων συνδικάτων τους, ξεκίνησε ένα ασυγκράτητο και διακομματικό πάρτι αυξήσεων με δανεικά, για να ικανοποιήσει την εκλογική του πελατεία, υπό την πίεση της εκάστοτε αντιπολιτεύσεως, η οποία μάλιστα πλειοδοτούσε. Θέλαμε τιμές και μισθούς Βρυξελλών! Δημοσιοϋπαλληλίκι και αραχτοί! 35ωρο και άλλα φαιδρά! Και σαν να μην έφτανε αυτή η πανδαισία αρχίσαμε και το πλιάτσικο, νομοθετώντας ή εφαρμόζοντας στη πράξη, χωρίς αιδώ, την γενική ατιμωρησία που μας αποτελείωσε, δίνοντας το δικαίωμα στον άλλον να μας κράξει με το ‘μαζί τα φάγαμε’ , νομίζοντας έτσι ότι θα απενοχοποιηθεί. Διότι δυστυχώς η συλλογική ευθύνη δεν τιμωρείται…
Γι’ αυτό η ευθύνη βαρύνει όλους μας αλλά και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα που μεταπολιτευτικά μας εκυβέρνησε και εξεμαύλισε τους πάντες. Πολιτικό σύστημα και νοοτροπίες που έπρεπε προ πολλού να έχουμε ξεφορτωθεί…
Αυτά για την ιστορία, η οποία έπρεπε, πολλά εν τω μεταξύ, να μας έχει διδάξει. Ερχόμαστε όμως στο σήμερα.
Πόσο θα ωφελήσει την χειμαζομένη πλέον οικονομία μας τώρα η επιστροφή στην δραχμή που από πολλούς προτείνεται; Τί εν τω μεταξύ έχει αλλάξει στη συμπεριφορά του πολιτικού συστήματος αλλά και του λαού γενικότερα; Ποιές είναι οι μεταρρυθμίσεις που έχουν υλοποιηθεί μετά το μνημόνιο για να γίνει το κράτος παραγωγικό; Εδώ δεν καταφέραμε να πείσουμε τους ανέργους μας να πάρουν έστω κι αυτές τις έτοιμες θέσεις εργασίες που ακόμα και σήμερα συνεχίζουν να καταλαμβάνονται από παντοειδείς αλλοδαπούς, άνεργοι που προτιμούν να πεινούν, αντί να βάλουν το κεφάλι κάτω και να δουλέψουν, ονειρευόμενοι ακόμα μια θέση στο δημόσιο… Πώς θα φέρουμε την ανάπτυξη και θα δημιουργήσουμε νέες θέσεις εργασίας με τέτοιο δημόσιο τομέα και όχι μόνον; Ποιος, ντόπιος ή ξένος, θα επενδύσει στην αβεβαιότητα της συνεχώς υποτιμουμένης δραχμής, αλλά και στο περιβάλλον μιας άθλιας δημοσίας διοικήσεως της αρπαχτής; Τι προϊόντα θα εξαγάγουμε εκμεταλλευόμενοι τη φθηνή δραχμή, με μια ρημαγμένη παραγωγική βάση που έχομε;
Κάποιος ίσως θα μας πει τα αγροτικά προϊόντα. Μα ποιά αγροτικά προϊόντα θα παραχθούν φθηνότερα όταν οι εισαγόμενες και υπερτιμημένες με την δραχμή εισροές τους, έχουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή στο κόστος (μηχανήματα, καύσιμα, ανταλλακτικά, σπόροι, λιπάσματα, φάρμακα, ζωοτροφές κλπ); Άραγε έχουμε υπολογίσει την συμμετοχή της εργασίας των αλλοδαπών στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της εξάγεται; Για ποιό ΑΕΠ μιλάμε;
Δυστυχώς το μόνο που μας απομένει προς εξαγωγήν είναι η ντόπια σχολάζουσα εργασία, που άλλωστε και σήμερα συντελείται, με την αθρόα μετανάστευση του πιο εκλεκτού δυναμικού της νεολαίας μας, η οποία σε καθεστώς δραχμής θα ενταθεί έτι περαιτέρω και θα λάβει διαστάσεις εθνικής τραγωδίας.
Τέλος αν τις απαραίτητες για το κράτος και το λαό μεταρρυθμίσεις δεν καταφέραμε να τις κάνουμε υπό την πίεση του μνημονίου και των δανειστών, θα τις κάνουμε με το καθεστώς ελευθερίας κινήσεων του πολιτικού συστήματος που θα ξεσαλώσει και πάλι με τη δραχμή;
Μπορεί να ήταν επιπόλαιη με τον τρόπο που έγινε η είσοδό μας στο ευρώ, όμως δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια εθελουσίας φυγής από την δυναστεία του για ένα ακόμα σοβαρό λόγο. Ποιος κρατικός μηχανισμός θα σχεδιάσει, θα υλοποιήσει και θα διαχειρισθεί αυτό το τεράστιο εγχείρημα, αλλά κυρίως τον πανικό από την επιστροφή στη δραχμή, αλλά και το σοκ το οποίο θα δημιουργήσει η στέρηση βασικών αγαθών στην κοινωνία και ειδικά στα λαϊκά στρώματα; Αυτός και μόνον ο εφιάλτης θα είναι αρκετός για να προσγειώσει κάποιους υψιπετείς χαρταετούς στην πραγματικότητα, οι οποίοι ομιλούν εκ του ασφαλούς απολαμβάνοντες την χλιδή στην ασφάλεια των βορείων προαστείων ή παίζουν με τη φωτιά με θέα την Ακρόπολη που είδαμε να φωτογραφίζονται τελευταία.
Εδώ στην Αρκαδία λέμε «(το ρούχο) μακρύ σου πέφτει φόρεσ’ το, κοντό σου πέφτει λειώσ’ το». Δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια φυγής, εθελουσίας τουλάχιστον, απ’ το ευρώ. Δεν ευθύνεται , όπως προείπαμε, το ευρώ για την κατάντια μας. Η ευθύνη βαρύνει πρωτίστως εμάς και το πολιτικό μας σύστημα και όχι το ευρώ το οποίο δεν σεβασθήκαμε και δεν προσαρμοσθήκαμε στις ανάγκες του.
Όμως υπάρχει καιρός ακόμα και τώρα. Ας σταματήσουμε να συντηρούμε ανώφελους αλλά και άκρως επιζήμιους διχασμούς, μνημόνιο-αντιμνημόνιο, τρόικα ή θεσμοί, ευρώ-δραχμή, καλούς και κακούς ευρωπαίους, δυτικόφιλους – ρωσόφιλους κλπ, που δηλητηριάζουν την απαραίτητη συναίνεση που έχει ανάγκη η χώρα κυρίως σε επίπεδο λαού και αποπροσανατολίζουν το εκλογικό σώμα. Και αυτοί οι διχασμοί μπορεί μεν να εξυπηρετούν βραχυπρόθεσμα το πολιτικό σύστημα να επιμηκύνει την κυριαρχία του, όμως παρατείνει και αυξάνει τη δυστυχία του λαού και ροκανίζει την ελπίδα του, ελπίδα που συντηρεί τουλάχιστον το φόβο. Διότι αν λείψει η ελπίδα από το λαό, θα εξαφανισθεί και ο φόβος του και τότε η έκρηξη θα είναι αναπόφευκτη και ανεξέλεγκτη. Έτσι όπως ο βρεγμένος δεν φοβάται τη βροχή.
Πριν λοιπόν οι ανωτέρω εξελίξεις μας προλάβουν, ας κάνουμε αυτό που κάνουν όλοι οι λαοί που βρέθηκαν ή βρίσκονται σε παρόμοια θέση. Ας αλλάξουμε ριζικά συμπεριφορά και ας γυρίσουμε οριστικά σελίδα σε όλα τα επίπεδα. Ας ξεκινήσουμε και ολοκληρώσουμε συναινετικά το ταχύτερο τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο κράτος και στην πολιτική, για να επανεκκινήσει και πάλι η παραγωγική μας βάση. Και προ παντός ας στρωθούμε στη δουλειά. Αρκετά το συζητήσαμε στα συνοικιακά και ηλεκτρονικά καφενεία. Αν θέλουμε να ξεφύγουμε από την κρίση καλόν είναι να σεβαστούμε άμεσα την τραγική διαπίστωση του τ. υπουργού του Ισραήλ, Άμπα Έμπαν: « Έθνη και λαοί συμπεριφέρονται συνετά, αφού εξαντλήσουν όλες τις άλλες δυνατότητες». Εδώ είμαστε. Δοκιμάσαμε και εξαντλήσαμε τα πάντα και είδαμε τα αποτελέσματα. Ας ξεφύγουμε οριστικά από τις αδυναμίες που μας παγίδευσαν στην πορεία προς την καταστροφή και ας το πάρουμε απόφαση. Τα ψέμματα τελείωσαν. Δεν μένει τίποτε άλλο πλέον παρά η αφύπνιση, η σύνεση, η σωστή αντίδραση στις ριζικές αλλαγές που απαιτούνται και προπαντός το στρώσιμο στη δουλειά, την όποια δουλειά. Διότι αν δεν αλλάξει πρωτίστως ο λαός συμπεριφορά, το πολιτικό σύστημα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει ποτέ και ασφαλώς ούτε και η χώρα.
Το έχουμε ξαναπεί, ότι η ειρήνη δεν είναι αιώνια, ούτε και η πρόοδος απεριόριστη: είναι όση αντέχει ο πλανήτης. Και δυστυχώς σήμερα ο πλανήτης έχει φθάσει στα όριά του… Καλόν θα είναι να μη μας βρει απροετοίμαστους…
Αυτό και μόνον νομίζω είναι αρκετό για να συνεγείρει και συνετίσει όλους μας. Το οφείλουνε για λόγους συντριβής και συγγνώμης στις γενιές που στερήσαμε το μέλλον τους…
Και όπως είπε κάποιος, μην δίνετε και πολύ σημασία στους πολιτικούς. Δεν εξαρτάται από αυτούς το αύριο. Το καλό αύριο εννοούμε. Το αύριο που εμάς αφορά και από εμάς εξαρτάται…