Ενώ οι μικρές επιχειρήσεις στις συνοικίες, έχουν πάρει την κατιούσα κατά τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης, τα «καφέ» στις γειτονιές παρουσιάζουν μια απρόσμενη άνθιση.
Είναι αλήθεια πως ο Έλληνας τον καφέ δεν τον κόβει εύκολα. Μπορεί παλιότερα να έπαιρνε μαζί και δύο τοστ και καμιά μπάλα παγωτό, κάτι που τώρα αντικειμενικά αδυνατεί να κάνει, αλλά είναι σχεδόν αδιανόητο-ακόμα- για την ελληνική συνείδηση να απέχει από την κοινωνική «ιεροτελεστία» του καφέ.
Δεν είναι ο καφές αυτός καθ’ αυτός, είναι η ευκαιρία για συνάντηση, για διάλειμμα, για κουβέντα. Στην καθημερινότητά μας δεν λέμε «πάμε να τα πούμε», λέμε «πάμε για έναν καφέ».
Το ζήτημα, όμως, είναι ότι τώρα τον καφέ θα προτιμήσουμε να τον πιούμε, λέγοντάς τα, σε ένα σημείο κοντά στο σπίτι μας. Γιατί να ξοδέψουμε συν τοις άλλοις τα χρήματα που απαιτεί η βενζίνη ή το εισιτήριο για την συγκοινωνία , γιατί να ψάχνουμε parking και να μη βρίσκουμε; Κυρίως, γιατί να προτιμήσουμε να ενισχύσουμε τις μεγάλες επιχειρήσεις και όχι το μικρό, συμπαθητικό μαγαζί του γείτονά μας ή του παλιού μας συμμαθητή;
Στις επιχειρήσεις της γειτονιάς μας απολαμβάνουμε πιο προσεγμένη περιποίηση, συνήθως. Κερνιόμαστε κι ένα σφηνάκι το βράδυ, παραγγέλνουμε άφοβα τραγούδια στον dj, γινόμαστε φίλοι με τον μπάρμαν και αστειευόμαστε με τους σερβιτόρους. Γυρνάμε σπίτι με τα πόδια και σβήνουμε το τελευταίο τσιγάρο έξω από την πόρτα μας.
Είναι όμορφη αυτή η κατά κάποιον “επιστροφή” μας στη γειτονιά. Την ανανεώνουμε, την ομορφαίνουμε, την πιστεύουμε. Για τους πιο ρομαντικούς, ίσως σημαίνει και κάτι βαθύτερο: Πάντα δεν λέγαμε πως την ιστορία την γράφουν οι παρέες; Ε, ιδού πεδίο δόξης λαμπρό. Να ξαναζωντανέψουμε τον κοινωνικό ιστό ξεκινώντας από το πρωταρχικό κύτταρό του, τη γειτονιά μας.