Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Παρακολουθώντας τη συζήτηση και την αντιπαράθεση, για το επιτελικό κράτος, στη Βουλή διαπίστωσα μια ακόμη φορά ότι στην Ελλάδα κουβεντιάζουμε χωρίς να γνωρίζουμε όλα τα δεδομένα.
Όπως και στην περίπτωση του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας διαπιστώνουμε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει υιοθετήσει και αναδεικνύει ως κυρίαρχο ένα μοντέλο διακυβέρνησης καθαρά αμερικανικού τύπου.
Η προϋπηρεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Αμερική είναι θεωρητική και ακαδημαϊκή στον τομέα παραγωγής πολιτικής. Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει κανένας πρωθυπουργός και κανείς συνεργάτης του που να γνωρίζει από προσωπική εφαρμοσμένη αντίληψη δημόσιας διοίκησης τι θα πει επιτελικό κράτος με βάση το αμερικανικό μοντέλο. Πολύ απλά, όπως λένε οι ίδιοι οι Αμερικάνοι, άλλο Bostonians και άλλο Washingtonians.
Συνεπώς η ελληνοποίησή του, όταν βασίζεται σε μια σωστή μεν αλλά θεωρητική προσέγγιση, παρουσιάζει κενά.
Επίσης, και δυστυχώς αυτό είναι το χειρότερο, στην Ελλάδα δεν έχουμε την ίδια θεσμική παιδεία και δεν τρέφουμε την ίδια θεσμική εκτίμηση για για το γραφείο του πρωθυπουργού, όπως στις ΗΠΑ για το γραφείο του προέδρου.
Ο βασικός λόγος είναι το κόμμα που παραδοσιακά, επί πολλές δεκαετίες, έχει επιβάλλει ένα άλλο μοντέλο διοίκησης που διαμορφώνεται μέσα από τις πελατειακές και κομματικές σχέσεις.
Έτσι λοιπόν, φυσιολογικά, από τη στιγμή που ο πυρήνας δεν είναι το έθνος ή η πατρίδα αλλά το καλό του κόμματος στα κρίσιμα ζητήματα δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε.
Επειδή γίνεται πολύ μεγάλη συζήτηση από ανθρώπους που δεν έχουν την εμπειρία να κρίνουν τη σύγκριση του μοντέλου απ’ όπου δανείζεται το σκεπτικό ο Κυριάκος Μητσοτάκης με αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα, θεωρώ σκόπιμο να αποσαφηνίσω τα εξής:
Η βάση σύλληψης του αμερικανικού μοντέλου είναι προεδροκεντρική. Τα πάντα κινούνται γύρω από τον πρόεδρο αλλά με ασφαλιστικές δικλείδες τις ισχυρές δομές στο Κογκρέσο, τη Δικαιοσύνη και τη Διοίκηση.
Στην Ελλάδα, αντιθέτως, ουδέποτε επιδιώξαμε αυτές οι τρεις δομές να είναι ισχυρές γιατί πάντοτε υπήρχε ο κρυφός πόθος του κάθε κομματικού μηχανισμού να ελέγχει και τα τρία σκέλη για να μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να αναβαθμίζει τη διείσδυση και στα τρία κατά το δοκούν.
Γι αυτό λοιπόν γίνεται και μια περιττή συζήτηση περί επιτελικού και κομματικού κράτους. Εάν δηλαδή το κράτος που θέλει να φτιάξει η νέα κυβέρνηση είναι επιτελικό, κομματικό ή Μητσοτακικό.
Και εδώ ξεκινούν τα ουσιαστικά θέματα. Αρχικά, το ζήτημα πρέπει να τεθεί αλλιώς. Με τις αντιλήψεις που υπάρχουν στην Ελλάδα και την έλλειψη σεβασμού των θεσμών μπορεί μεν το κράτος να γίνει επιτελικό αλλά δεν πρόκειται ποτέ να γίνει αντιληπτό ως τέτοιο.
Δεν πρόκειται σε μια τετραετή θητεία του Κυριάκου Μητσοτάκη να αποκτήσουμε ως Έλληνες τη θεσμική εκτίμηση απέναντι στο πρόσωπο του πρωθυπουργού που λείπει διαχρονικά. Και αυτό είναι ένα βασικό πρόβλημα.
Όταν αποφασίζεις να πορευθείς με το αμερικανικό μοντέλο πρέπει να έχεις αποδεχθεί ότι είναι ένα μοντέλο που θεσμικά υποστηρίζει τον ηγέτη, άρα εκ των πραγμάτων υποστηρίζει και το πρόσωπό του. Συνεπώς, ένα επιτελικό κράτος με βάση τα αμερικανικά δεδομένα δεν θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από Μητσοτακικό. Κι αυτό είναι άλλο ένα ζητούμενο.
Εδώ, για πρώτη φορά μπαίνουμε στη διαδικασία χαρακτηρισμού του κράτους ως επιτελικού γιατί έως τώρα υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι ο πρωθυπουργός δεν είναι η εξουσία αλλά η διακυβέρνηση, κάτι το οποίο είδαμε να υποστηρίζει ακόμη και η κυρία Μπαζιάνα, μιλώντας για τη θητεία του συζύγου της σε σχετική συνέντευξη.
Όμως μέσα από όλη αυτή τη συζήτηση και την προσπάθεια μένει να αποδειχθεί το βασικότερο ζήτημα:
- Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δημιουργεί ένα επιτελικό πρωθυπουργοκεντρικό κράτος για να ελέγχει τη ροή του χρήματος και να έχει αποκλειστικά τις σχέσεις με τη διαπλοκή οπότε, τότε, στήνεται ένα άνδρο εξυπηρετήσεων ή
- Αν αυτό το μοντέλο θα χρησιμοποιηθεί για να εκσυγχρονίσει πραγματικά τη διοίκηση και για να αποκεντρώσει το σημερινό σύστημα εξουσίας. Για να μην ελέγχει, δηλαδή, η εκάστοτε κυβέρνηση τη Δικαιοσύνη, τη δημόσια διοίκηση και τη Βουλή, όχι με την έννοια της πλειοψηφίας αλλά με την έννοια της ανεξάρτητης και κατά συνείδηση λειτουργίας.
Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα και σχετικά γρήγορα θα αποδειχθούν τόσο οι πραγματικές προθέσεις όσο και η αποτελεσματικότητα.
Τώρα, ποιος θα κερδίσει τελικά τη μάχη; Η πολιτική με δίδαξε να είμαι τόσο οραματιστής όσο και ρεαλιστής. Η εκτίμηση μου είναι ότι θα κερδίσει το κομματικό κράτος. Γιατί δυστυχώς τα πάντα στην Ελλάδα κινούνται μέσα από το κόμμα. Η ένταξη στη νεολαία, σε μια τοπική, μια γραμματεία είναι δυστυχώς στοιχεία βιογραφικού.
Τη στιγμή κατά την οποία το μοντέλο από το οποίο δανειζόμαστε το σκεπτικό απαγορεύει τέτοιου είδους στοιχεία βιογραφικού όταν αναζητάς δουλειά. Δεν υπάρχει, για παράδειγμα, περίπτωση να ψάξεις δουλειά στις ΗΠΑ και να προσπαθείς εμμέσως στη συνέντευξη να υπονοήσεις ότι το βασικό σου προσόν δεν είναι τα γραφόμενα, αλλά η σχέση σου με την εξουσία.
Το ζητούμενο σε αυτή την ιστορία -για να απλοποιήσω εν κατακλείδι τη συζήτηση γιατί μιλώ μεν ως πολιτικός επιστήμονας αλλά δεν είναι υποχρεωτικά όλοι οι αναγνώστες πολιτικοί επιστήμονες- είναι για μένα ότι το επιτελικό κράτος για να λειτουργήσει πρέπει να είναι πρωθυπουργοκεντρικό και το προτιμώ από το να γίνει κομματικό.
Άρα, λοιπόν, αποτελεί προαπαιτούμενο η επιλογή συνεργατών να γίνεται από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Όταν, για παράδειγμα, ξηλώνεται ένα σύστημα στην Ουάσιγκτον μέσα ένα βράδυ μετακομίζουν 30.000 άνθρωποι και αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό. Δεν είναι συνηθισμένο για την Ελλάδα, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι είναι φυσιολογικό.
Πολύ συζήτηση γίνεται τις τελευταίες ημέρες στα πηγαδάκια των δεξιών κομματικών που δεν αξιοποιήθηκαν. Αυτό όμως δεν αφορά την κοινωνία. Όπως και το αν αξιοποιήθηκαν πολλοί πασοκογενείς, μπορεί να έχει μία ιδεολογική στρατηγική αξιολόγησης που να ενοχλεί εσωκομματικά αλλά να αποβλέπει σε διείσδυση σε ανάλογους χώρους για να ελέγξει την εξουσία, επίσης και αυτό δεν αφορά τη συζήτηση περί επιτελικού κράτους.
Γιατί πάρα πολύ απλά είτε Νεοδημακράτες είτε Πασόκοι αν αποδειχθούν άχρηστοι πρέπει να αντικαθίστανται. Αν όχι τότε θα δικαιωθεί πλήρως ο Αλέξης Τσίπρας για τα όσα είπε στη Βουλή.
Από την άλλη, όμως, εάν χτίσεις αυτό το «στρατό» και δεν εξυπηρετήσεις τελικά τη δημιουργία της νέας θεσμικής παρουσίας και των ανεξάρτητων δομών τότε έχεις γίνει «δικτάτορας».
Όμως, επειδή δεν είναι σωστό να μηδενίζουμε τα πάντα πρέπει να δεχθούμε ότι υπάρχει πιθανότητα να λειτουργήσει. Θεωρώ πάντως δεδομένο -και δεν κρίνω αν είναι καλό ή κακό- ότι όποιος διαδεχθεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε 4 ή 8 χρόνια αποκλείεται να το κρατήσει, τη στιγμή που ήδη το στηλιτεύει για λόγους αντιπολιτευτικούς και πάλι καλώς ή κακώς. Ιδίως όταν η αντιπολίτευση γίνεται από αρχηγό παράταξης που έχει διατελέσει πρωθυπουργός.
Για μένα το μεγαλύτερο στοίχημα είναι όταν θα έχει τελειώσει η θητεία Μητσοτάκη, η οποία πρέπει να χτιστεί σε ένα μοντέλο αναπτυξιακό για να ανασάνουμε όλοι, να δημιουργήσει έναν τέτοιον πήχη ούτως ώστε να μην μπορεί να αμφισβητηθεί η θεσμικότητα του θώκου.
Όπως για παράδειγμα έγινε με τη Διαύγεια και το ΑΣΕΠ που όταν δημιουργήθηκαν πολεμήθηκαν -όχι μόνο από τους πολιτικούς αλλά και μερίδα της κοινωνίας- όσο οτιδήποτε άλλο για να ανατραπούν, αλλά τελικά επιβίωσαν επειδή ήταν πραγματικές μεταρρυθμίσεις που είχε ανάγκη η Ελλάδα.
Έτσι και το επιτελικό κράτος μπορεί και πρέπει να αποτελέσει κληρονομιά για το μέλλον.
Όπερ έδει δείξαι.