Γράφει ο Ceteris Paribus
Ενώ η έρπουσα γερμανική πολιτική κρίση προχωρεί με νέα «επεισόδια», καλό είναι να αρχίσουμε να στρέφουμε την προσοχή μας στον επόμενο σταθμό της ευρωπαϊκής πολιτικής αστάθειας, που απ’ ό,τι φαίνεται θα είναι η Ιταλία.
Οι έκδηλες επιπτώσεις των οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων της τρίτης σε οικονομική ισχύ χώρας της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. είναι σε μια ιδιότυπη «αναστολή», εν αναμονή των ιταλικών εκλογών, που θα διεξαχθούν το αργότερο τον ερχόμενο Μάιο. Καθώς όμως πλησιάζουμε σε αυτό το ορόσημο, αυτή η ιδιότυπη «αναστολή» θα βαίνει προς το τέλος της. Πολύ περισσότερο που υπάρχουν σημαντικοί λόγοι οι οποίοι καθιστούν εξαιρετικά πιθανό οι εκλογές να επισπευσθούν για τον ερχόμενο Μάρτιο.
Όταν στο Βερολίνο έχει ξεσπάσει μια «απρόσμενη» πολιτική κρίση, πόσες πιθανότητες υπάρχουν τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών να μην αποτελέσουν ένα νέο πολιτικό σοκ για την Ευρώπη; Το ερώτημα είναι σχεδόν ρητορικό, διότι όλοι γνωρίζουν -και συμφωνούν με- την απάντηση…
«Άρχισαν τα όργανα» με Κομισιόν…
Αδιαφορώντας για το πολιτικό κόστος και με βάση το business as usual, η ΕΚΤ και η Κομισιόν έδωσαν το τελευταίο διάστημα τροφή για νέες «κόντρες» με υψηλά ιστάμενους Ιταλούς ιθύνοντες.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έψεξε την ιταλική κυβέρνηση για το γεγονός ότι η Ιταλία δεν έπιασε τους συμφωνημένους στόχους για το έλλειμμα του προϋπολογισμού, αποτυγχάνοντας έτσι να πετύχει τους επίσης συμφωνημένους στόχους για τη μείωση του χρέους (που έχει ξεπεράσει το 130% του ΑΕΠ). Η απόκλιση είναι μικρή (0,2% του ΑΕΠ), που μεταφράζεται σε περίπου 5 δισ. ευρώ μεγαλύτερο έλλειμμα, και η κόντρα μεταξύ του ιταλικού υπουργείου Οικονομικών και της Κομισιόν θα μπορούσε να είναι απλώς μια βαρετή επανάληψη αντίστοιχων του παρελθόντος που τελικά διευθετούνταν χωρίς περαιτέρω «δράματα». Ωστόσο, ξεσπώντας τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, 4-6 μήνες πριν τις ιταλικές εκλογές, μπορεί να αποδειχθεί πολιτικά σημαντική. Ο υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας αναγκάστηκε να «αποκλείσει ρητά» τη λήψη νέων οικονομικών μέτρων, αλλά η ζημιά έχει γίνει: το θέμα «νέα μέτρα» που απειλεί να επιβάλει η «κακή Κομισιόν» έχει ενταχθεί για τα καλά στην ιταλική προεκλογική ατζέντα. Και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να καταλάβουμε ποιοι ωφελούνται: το Κίνημα των 5 Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο, η Λέγκα του Βορρά και ο… Μπερλουσκόνι που επανέρχεται στο πολιτικό προσκήνιο – όλοι όσοι εκφράζουν τις ευρωσκεπτικιστικές και «αντισυστημικές» πολιτικές τάσεις στην Ιταλία.
…και με ΕΚΤ
Ανάλογες τριβές εκδηλώνονται και σε ένα δεύτερο ζήτημα, ιδιαίτερης κρισιμότητας και ευαισθησίας για την Ιταλία: το ζήτημα των ιταλικών τραπεζών. Η πρόσφατη οδηγία της ΕΚΤ, βάσει της οποίας από 1/1/2018 οι ευρωπαϊκές συστημικές τράπεζες θα πρέπει να καλύπτουν με προβλέψεις στο 100% τα νέα «κόκκινα» δάνεια που θα δημιουργούνται, έχουν πυροδοτήσει νέο γύρο νευρικότητας και αντιπαραθέσεων μεταξύ των ιταλικών θεσμικών αρχών και της ΕΚΤ.
Στα τέλη Ιουνίου, η Ιταλία προχώρησε στη διάσωση με δημόσιο χρήμα δύο ιταλικών τραπεζών, της VenetoBanca και της Banca Popolare di Vicenza. Η ΕΚΤ και η Κομισιόν (και στο βάθος το Βερολίνο…) συναίνεσαν τότε στην ωμή παραβίαση των κανόνων «εξυγίανσης» των ευρωπαϊκών τραπεζών βάσει των θεσπισθέντων στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τραπεζικής «ενοποίησης». Με ένα εξόφθαλμο τέχνασμα, οι δύο τράπεζες ανακηρύχθηκαν… μη συστημικές, οπότε εκκαθαρίστηκαν με βάση τους κανόνες του ιταλικού δημοσίου και όχι με βάση τους κανόνες του bail-in! Αυτή η σκανδαλώδης παράκαμψη έκανε τότε το Bloomberg να τιτλοφορήσει άρθρο του με το δηκτικό «η ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση πεθαίνει στην Ιταλία». Αυτή η «περίεργη» συναίνεση στο να εκκαθαριστούν οι δύο τράπεζες με δημόσιο χρήμα ήταν ακριβώς η απόδειξη ότι οι δύο τράπεζες ήταν εξόχως… συστημικές: η κατάρρευσή τους ή η εφαρμογή του bail-in θα συμπαρέσυρε, άλλες, ισχυρότερες ιταλικές τράπεζες, τελικά το ιταλικό τραπεζικό σύστημα στο σύνολό του, ανάβοντας μια νέα ευρωπαϊκή «πυρκαγιά».
Σε αυτή την υπόθεση, ωστόσο, υπάρχει και ένα δευτερεύον, αλλά όχι άνευ σημασίας, πολιτικό στοιχείο: οι δύο διασωθείσες τράπεζες ήταν στυλοβάτες της οικονομίας του Βένετο, το οποίο Βένετο είναι με τη σειρά του η ιστορική πολιτική βάση της Λέγκας του Βορρά…
Για να επανέλθουμε στη νέα οδηγία της ΕΚΤ που θα ισχύσει από 1/1/2018, πολλοί στην Ιταλία εκτιμούν ότι θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα για να «εκραγεί» το ιταλικό τραπεζικό σύστημα. Αυτές τις μέρες, ο επικεφαλής του Τμήματος Ανάλυσης της Ιταλικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με «πύρινο» άρθρο του, καταφέρεται κατά της ΕΚΤ χτυπώντας το ελληνικό… σαμάρι: θεωρεί την οδηγία επικίνδυνη και εκτιμά ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι σε χειρότερη κατάσταση από τις ιταλικές, αλλά η σιωπή της Ελλάδας είναι «εκκωφαντική»…
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το ζήτημα θα έχει περίοπτη θέση στο ιταλικό προεκλογικό «μενού»…
Μία ακόμη νίκη των «αντισυστημικών»;
Οι τάσεις στην ιταλική πολιτική σκηνή είναι σαφείς: Το κίνημα των 5 Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο (ευρωσκεπτικιστικό και με θέση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το ευρώ) εμφανίζεται να έχει δυναμική κατάκτησης της πρώτης θέσης, ακολουθεί η δεξιά όπου ο Μπερλουσκόνι επιχειρεί δυναμική επάνοδο προσεγγίζοντας μάλιστα και τη Λέγκα του Βορρά, ενώ η κεντροαριστερά δεν εμφανίζει δυναμική ανάκαμψης.
Οι πρόσφατες εκλογές για το περιφερειακό συμβούλιο της Σικελίας ήταν ένα σοκ για τις φιλοευρωπαϊκές-συστημικές δυνάμεις. Πρώτος αναδείχθηκε ο υποψήφιος του Μπερλουσκόνι, δεύτερος ο υποψήφιος του Κινήματος των 5 Αστέρων (αμφότεροι με ποσοστά αρκετά πάνω από 30%) και τρίτος με το αναιμικό για κόμμα εξουσίας 18,5% ο υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος – η ήττα του τελευταίου ήταν τέτοια, ώστε να γίνεται πλέον λόγος ότι «τρίζει η καρέκλα» του Ματέο Ρέντσι…
Δεδομένου ότι το Μάιο η Κομισιόν θα αποφανθεί αν και τι είδους έκτακτα μέτρα θα πρέπει να λάβει η Ιταλία για να διορθώσει το έλλειμμά της και να ελέγξει το χρέος της, βάσει και των ανακοινώσεων της Eurostat στα τέλη Απριλίου για τα δημοσιονομικά των χωρών-μελών, οι εκλογές προφανώς πρέπει να προηγηθούν… Απομένει λοιπόν λίγος χρόνος για να μάθουμε αν -όπως προκύπτει από τη «λογική» των πραγμάτων- θα έχουμε άλλη μια νίκη των «αντισυστημικών» δυνάμεων, αυτή τη φορά στη χώρα με την τρίτη ισχυρότερη οικονομία της Ε.Ε.
Ένα ερώτημα τεράστιας σημασίας, που θα μας αναγκάσει να γράψουμε ξανά και ξανά…