Σε αναζήτηση τρόπων ώστε η καριέρα στις Ενοπλες Δυνάμεις να ξαναγίνει ελκυστική για τους νέους που συμπληρώνουν τα μηχανογραφικά δελτία τους για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις βρίσκεται η ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας σε συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας. Η φετινή εικόνα ήταν αποκαρδιωτική, καθώς έμειναν κενές περίπου 450 θέσεις για την είσοδο σε ανώτατα στρατιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (Σχολές Ευελπίδων, Ναυτικών Δοκίμων και Ικάρων) και τις ανώτερες στρατιωτικές σχολές υπαξιωματικών.
Η εικόνα αυτή δεν προέκυψε εκ του μηδενός, αλλά αποτελεί απότοκο πολυετούς επιδείνωσης όλων των δεικτών που συνδέονται με τη στρατιωτική εκπαίδευση, περιλαμβανομένης και της μνημονιακής περιόδου, κατά την οποία ο αριθμός εισακτέων είχε μειωθεί δραματικά. Πάντως, ακόμη και αυτή τη στιγμή ο αριθμός αποφοίτων αξιωματικών προκαλεί πονοκέφαλο, ειδικά στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, καθώς σε συνδυασμό με την παραίτηση εν ενεργεία στελεχών, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στη στελέχωση των μάχιμων μονάδων.
Τα μέτρα που αναμένεται να ληφθούν είναι τα εξής:
Πρώτον, τις επόμενες ημέρες οι υπουργοί Εθνικής Αμυνας Νίκος Δένδιας και Παιδείας Κυριάκος Πιερρακάκης θα ανακοινώσουν ότι διευρύνεται η δυνατότητα των υποψηφίων να δηλώσουν στρατιωτικές σχολές σε όλα τα επιστημονικά πεδία.
Οι υποψήφιοι στις Πανελλαδικές θα μπορούν να τις δηλώνουν από όλα τα πεδία – Σημαντική αύξηση του μισθού των σπουδαστών – Βελτίωση των υποδομών.
Δεύτερον, το υπουργείο Εθνικής Αμυνας θα αναγγείλει την αναπροσαρμογή των μισθών των σπουδαστών στις στρατιωτικές σχολές στα πρότυπα των σχολών της αστυνομίας, δηλαδή να κινούνται στα 2/3 του πρώτου μισθού ενός νέου αξιωματικού από το 1/4 που βρίσκονται σήμερα. Σήμερα ένας εύελπις λαμβάνει συμβολική αποζημίωση της τάξης των 150 ευρώ τον μήνα. Το ποσό αυτό θα ανέλθει στα 600 ευρώ, αγγίζοντας περίπου τα 2/3 του μισθού ενός ανθυπολοχαγού που αποφοιτά από τη Σχολή Ευελπίδων (περίπου 880-900 ευρώ).
Το τρίτο μέτρο αφορά την κατάσταση των υποδομών στις στρατιωτικές σχολές, η οποία κρίνεται (επιεικώς) μέτρια. Το υπουργείο Εθνικής Αμυνας σχεδιάζει ανακαίνιση των στρατιωτικών σχολών προκειμένου αυτές να ανταποκρίνονται σε σύγχρονα πρότυπα, ώστε η ποιότητα ζωής των σπουδαστών να είναι υψηλή. Πρόκειται για σχολές με απαιτητικό αντικείμενο σπουδών και οι κακές υποδομές αποτελούν σημαντικό αντικίνητρο για τους νέους και νέες που επιτυγχάνουν. Το τέταρτο μέτρο, ήδη θεσμοθετημένο στο πλαίσιο της ενίσχυσης της εγχώριας επιστημονικής έρευνας για την αμυντική βιομηχανία, είναι η βελτίωση των προγραμμάτων σπουδών και η δυνατότητα που παρέχεται στα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΣΕΙ) να χορηγούν και διδακτορικούς τίτλους. Αυτή η διάσταση είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς ουσιαστικά επιτρέπει στα ΑΣΕΙ να παράγουν βιομηχανική έρευνα η οποία στη συνέχεια θα απορροφηθεί προς όφελος των Ενόπλων Δυνάμεων.
Πέρα από αυτά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, τα οποία αναμένεται να ανακοινωθούν τις επόμενες ημέρες, στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας γίνεται ευρύτερη συζήτηση για τους τρόπους με τους οποίους το επάγγελμα του στρατιωτικού καριέρας μπορεί να παρουσιαστεί ξανά σε μια νέα γενιά με προσδοκίες πολύ διαφορετικές από εκείνες γονέων και παππούδων. Για τη χαρτογράφηση των τάσεων που υπάρχουν στη νεολαία αυτή τη στιγμή το υπουργείο Εθνικής Αμυνας αναμένει την ολοκλήρωση έρευνας που διεξάγεται και θα παραδοθεί τους επόμενους μήνες για το πώς το στρατιωτικό επάγγελμα μπορεί να γίνει πιο ελκυστικό.
«Αγκάθι» οι χαμηλοί μισθοί
Το πλέον σοβαρό πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει το υπουργείο Εθνικής Αμυνας είναι η εξεύρεση των πόρων που θα επιτρέψουν την αύξηση των μισθών των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων. Δεδομένων των εξοπλιστικών υποχρεώσεων που έρχονται τα επόμενα χρόνια, της ανάγκης να κρατηθεί ένα επίπεδο λειτουργικού προϋπολογισμού, αλλά και της δαπάνης για την –εκ των πραγμάτων– μισθοδοσία υπαλλήλων οι οποίοι δεν επιτελούν κάποιο έργο, η δυνατότητα ουσιαστικών αυξήσεων στην παρούσα φάση είναι περιορισμένη. Κάποια επιδόματα που λαμβάνουν μπορεί να βελτιώνουν τη γενικότερη εικόνα, αλλά σε γενικές γραμμές οι μισθοί δεν θεωρούνται ανταγωνιστικοί.
Ενας νέος ανθυπολοχαγός αγγίζει τα 900 ευρώ, ένας λοχαγός περίπου τα 1.400 και ένας ταξίαρχος περί τα 2.000 ευρώ. Ωστόσο, τα επιδόματα γάμου, παιδιών, χρονοεπιδόματα και όλα όσα σχετίζονται με την επικινδυνότητα μπορεί να αυξήσουν το εισόδημα περαιτέρω. Η βάση, πάντως, του μισθού είναι πρόδηλα χαμηλή.
Μια από τις παρεμβάσεις που η ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας ήδη προωθεί δεν είναι μισθολογική, αλλά αυξάνει το διαθέσιμο εισόδημα για τα στελέχη που υπηρετούν στα νησιά ή τη μεθόριο. Πρόκειται για την ανέγερση οικημάτων. Ο κ. Δένδιας έχει ανακοινώσει πρόγραμμα ανέγερσης συνολικά 1.400 κατοικιών το οποίο θα εξελιχθεί σε διάφορες φάσεις. Η πρώτη φάση αφορά 500 κατοικίες σε 13 νησιά τα οποία είναι πολύ ακριβά για τον μισθό των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων. Η φάση αυτή προγραμματίζεται να ολοκληρωθεί το 2026 και μέρος των κατοικιών (έχει εξαγγελθεί ποσοστό της τάξης του 15%) θα παραχωρηθεί σε ομάδες επαγγελματιών που αντιμετωπίζονται με αδιαφορία από τις τοπικές κοινωνίες, όπως οι γιατροί και οι εκπαιδευτικοί, που επίσης αδυνατούν να ανταποκριθούν στο τίμημα ενοικίου που ζητείται. Κάθε φάση θα κοστίσει περίπου 100 εκατομμύρια ευρώ και για την πρώτη ένα σημαντικό τμήμα των πόρων που απαιτούνται έχει ήδη εξευρεθεί.
«Καμπανάκι» οι 450 κενές θέσεις
Οι κενές θέσεις που έμειναν φέτος στις στρατιωτικές σχολές, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των Πανελλαδικών Εξετάσεων, κατέδειξαν με σαφήνεια το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι σχολές τα τελευταία χρόνια. Φέτος έμειναν στα αζήτητα περί τις 450 θέσεις. Το ίδιο δηλώνεται από την πορεία των βάσεων εισαγωγής. Ενδεικτικά, η βάση στην ειδικότητα των μάχιμων των ναυτικών δοκίμων φέτος ήταν 11.076 μόρια, ενώ δέκα χρόνια πριν, στις Πανελλαδικές του 2015, ήταν 17.389 μόρια. Αντίστοιχα στα σώματα της Σχολής Ευελπίδων φέτος η βάση ήταν 12.415 μόρια ενώ το 2015 17.355 μόρια.
Ο προβληματισμός για την πορεία των στρατιωτικών σχολών είχε εκδηλωθεί εμφανώς προ δεκαετίας, όταν εξεταζόταν εάν έπρεπε να μπορούν να δηλωθούν από τους υποψηφίους μόνο των θετικών επιστημών ή από υποψηφίους και άλλων επιστημονικών πεδίων (π.χ. οικονομίας). Η βάση του προβληματισμού είναι η διάσταση απόψεων, εάν οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν επιλέξει στοχευμένα, έχοντας μεράκι για τη στρατιωτική σχολή, ακόμη κι αν έχουν χαμηλότερες επιδόσεις στις εξετάσεις ή εάν μπορούν να εισάγονται υποψήφιοι με υψηλές επιδόσεις ώστε να αναβαθμιστεί το ακαδημαϊκό επίπεδο των σχολών, έστω κι αν δεν έχουν «τρέλα» με το επάγγελμα. Να σημειωθεί ότι αρμόδιο να αποφασίζει τον τρόπο και τους όρους εισαγωγής στις στρατιωτικές σχολές και να τις εποπτεύει είναι το υπουργείο Αμυνας. Το υπουργείο Παιδείας εμπλέκεται στο θέμα από τη στιγμή που η εισαγωγή αποφασίστηκε να γίνεται μέσω των Πανελλαδικών Εξετάσεων, για τις οποίες είναι αρμόδιο. Τελικά προκρίθηκε οι σχολές αξιωματικών να ενταχθούν στο επιστημονικό πεδίο των θετικών επιστημών, με εξαίρεση τις ειδικές στρατιωτικές σχολές, όπως η ιατρική, η νομική και η ψυχολογία, που εντάσσονται σε αντίστοιχα επιστημονικά πεδία.
Ηχηρότατο «καμπανάκι» για τους ιθύνοντες ακούστηκε το 2022, όταν για πρώτη φορά λόγω της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) εμφανίστηκαν κενές θέσεις στις στρατιωτικές σχολές. Θεωρήθηκε μεγάλη έκπληξη, καθώς μέχρι τότε οι θέσεις στις στρατιωτικές σχολές ήταν περιζήτητες –και άρα εισάγονταν υποψήφιοι με πολύ καλές επιδόσεις–, αφού εξασφάλιζαν επαγγελματική αποκατάσταση. Η ύπαρξη κενών θέσεων από το 2022 αποδίδεται σε στροφή των καλών υποψηφίων προς άλλες επιλογές σπουδών, σε συνδυασμό με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής. Μάλιστα, είναι ενδεικτικό ότι στρατιωτικές σχολές το 2023 μείωσαν τον συντελεστή διαμόρφωσης της ΕΒΕ τους (όπως μπορούν να κάνουν όλα τα ΑΕΙ), ώστε να τη χαμηλώσουν και άρα να πάρουν περισσότερους υποψηφίους με χαμηλότερες επιδόσεις και να συμπληρώσουν τις διαθέσιμες θέσεις. Το ίδιο αποφάσισαν η Ευελπίδων και σχολές υπαξιωματικών για τις Πανελλαδικές του 2025.
Από την άλλη, όπως παρατήρησε στην «Κ» ο μαθηματικός – αναλυτής Στράτος Στρατηγάκης, λόγοι για τη μείωση του ενδιαφέροντος από τους υποψηφίους είναι η «σκληρή», σε σχέση με τα ΑΕΙ, περίοδος των σπουδών αλλά και η δύσκολη επαγγελματική ζωή των στρατιωτικών (π.χ. συχνές μεταθέσεις). Ευρύτερα, η μείωση του ενδιαφέροντος μπορεί να συνδεθεί με την αποστροφή των νέων προς το Δημόσιο.