Μπροστά σε νέες αναβαθμίσεις εκτιμάται ότι θα βρεθούν προσεχώς οι ελληνικές τράπεζες, το recovery story των οποίων ωθεί τους διεθνείς οίκους να βελτιώσουν τις αξιολογήσεις τους, με αποτέλεσμα την επιστροφή στην επενδυτική κατηγορία ή τη μείωση της απόστασης από αυτή, επηρεάζοντας θετικά, τόσο τις αποδόσεις των ομολόγων, όσο και τις τραπεζικές μετοχές.
“Οι αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών έρχονται σε συνέχεια της αναβάθμισης του Δημοσίου, αλλά και της συνεπούς υπεραπόδοσής τους έναντι των αρχικών επιχειρησιακών τους στόχων, τόσο σε όρους κερδοφορίας και ρευστότητας, όσο και ως προς την ταχύτητα μείωσης των υφιστάμενων ‘κόκκινων’ δανείων, χωρίς να υφίστανται αξιόλογη επιβάρυνση από σχηματισμό νέων επισφαλειών παρά τη σημαντική αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)”, τονίζει στο Capital.gr ο επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας, διευθυντής Οικονομικής Ανάλυσης, κ. Νίκος Μαγγίνας, σημειώνοντας πως η βασική πιστοληπτική αξιολόγηση των τραπεζών (BCA) συνεχίζει να έχει ως “ταβάνι” την αξιολόγηση του ελληνικού Δημοσίου λόγω της μεγάλης βαρύτητας της εγχώριας αγοράς στη δραστηριότητά τους, τη διακράτηση σημαντικού ποσού ελληνικών ομολόγων στα χαρτοφυλάκιά τους, αλλά και τη συμμετοχή των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα εποπτικά τους κεφάλαια.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) δε, η αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία το 2023 αναμένεται να συντελέσει στην περαιτέρω αναβάθμιση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ελληνικών τραπεζών, όπως υποδεικνύουν οι εκθέσεις των οίκων, αλλά και οι πρόσφατες αναβαθμίσεις συστημικών Ομίλων.
Πιο αναλυτικά, στα τέλη του περασμένου Απριλίου η Morningstar DBRS απέδωσε τη βαθμίδα BBB-low, με σταθερές προοπτικές, στη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Εθνικής Τράπεζας, αποτελώντας έτσι, την πρώτη ελληνική τράπεζα που ανακτά πλήρως την επενδυτική βαθμίδα. Στην ανάλυσή του ο οίκος αξιολόγησης τόνιζε, μεταξύ άλλων, τη συνεχή πρόοδο που έχει σημειώσει η ΕΤΕ, όσον αφορά στην ενίσχυση του ισολογισμού της, μειώνοντας το απόθεμά της σε μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) και αυξάνοντας τα επίπεδα κάλυψης σε αυτά.
Ακολούθησε η Eurobank στα μέσα του περασμένου μήνα, με τη Moody’s να αναβαθμίζει το αξιόχρεο των ομολογιακών τίτλων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας σε Baa2, δηλαδή, εντός της επενδυτικής κατηγορίας, από Ba1, εστιάζοντας στα ισχυρά κέρδη της τράπεζας και την επιβεβαιωμένη ικανότητα της να αυξάνει τα βασικά της κεφάλαια τους τελευταίους μήνες, γεγονός που ενισχύει σημαντικά την ικανότητα της να απορροφά ζημιές.
Τέλος, τις αμέσως προηγούμενες ημέρες, η Moody’s προχώρησε στην αναβάθμιση της Alpha Bank σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας, ύστερα από 14 χρόνια. Έτσι, τα ομόλογα υψηλής και μειωμένης εξασφάλισης της τράπεζας αναβαθμίστηκαν κατά δύο βαθμίδες – σε Baa3 και Ba2 αντίστοιχα – με τον οίκο να λαμβάνει την απόφαση βασιζόμενος στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού και του προφίλ των επαναλαμβανόμενων κερδών της τράπεζας, τη χαμηλότερη βάση κόστους, τα αναμενόμενα οφέλη από τη στρατηγική συνεργασία με την UniCredit και τα σημαντικά και διευρυνόμενα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας.
Τα οφέλη
“Οι ανωτέρω βελτιώσεις αρχίζουν ήδη να γίνονται ορατές, με το μέσο όρο των αποδόσεων των τραπεζικών ομολόγων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας να έχει μειωθεί κατά περισσότερο από δύο ποσοστιαίες μονάδες το τελευταίο 12μηνο και τις τραπεζικές μετοχές να έχουν υπεραποδώσει σημαντικά έναντι της υπόλοιπης ελληνικής αγοράς, αλλά και των ευρωπαϊκών τραπεζών την προηγούμενη διετία”, σχολιάζει ο κ. Μαγγίνας.
Προς επίρρωση, μετά την αναβάθμιση του ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν εκδώσει ομόλογα υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας με μεσοσταθμική απόδοση 5,3% και διάρκεια έξι έτη έως τη λήξη, ενώ πριν από την αναβάθμιση η μεσοσταθμική απόδοση στην έκδοση για ομόλογα υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας και ίδιας διάρκειας από τις ίδιες τράπεζες ήταν 7%. Έτσι, παρατηρείται η αποπληρωμή ομολόγων που έχουν εκδοθεί με υψηλότερο κόστος μέσω έκδοσης νέων τίτλων με χαμηλότερο κόστος δανεισμού, γεγονός που συμβάλλει στη διαρθρωτική βελτίωση των καθαρών επιτοκιακών εσόδων των τραπεζών, χωρίς να επιβαρύνεται το κόστος δανεισμού της πραγματικής οικονομίας.
Όσον αφορά στις μετοχές, όπως αναφέρεται στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), από τις αρχές του 2024 αυτές σημείωσαν ισχυρή άνοδο, καταγράφοντας σημαντικά καλύτερη επίδοση από ό, τι οι μετοχές στις ΗΠΑ και στην ευρωζώνη, καθώς παρατηρείται αυξημένη ζήτηση ελληνικών μετοχών εκ μέρους διεθνών επενδυτών. “Οι τραπεζικές μετοχές παρουσίασαν υψηλότερες αποδόσεις σε σχέση με το γενικό δείκτη του ΧΑ, σε συνάφεια κυρίως με την αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία, την αυξημένη κερδοφορία και τις αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των τραπεζών”, σημειώνεται χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως η σημαντική ενίσχυση της ζήτησης ελληνικών μετοχών από διεθνείς επενδυτές διευκόλυνε σημαντικά την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από το μετοχικό κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών.
“Αυτή η πιστοποίηση αντοχής και ποιότητας δημιουργεί εύλογη προσδοκία για καλύτερους όρους δανεισμού, ειδικά τώρα που αναμένεται να συνδυαστεί και με σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Μία πρόγευση έχουμε ήδη με την απόσταση του μεσοσταθμικού κόστους δανείων προς επιχειρήσεις στην Ελλάδα, έναντι της ευρωζώνης, να μειώνεται σε περίπου 1,0% το 2024 από 2,3% κατά μέσο όρο την προηγούμενη 10ετία”, υπογραμμίζει ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΤΕ, για να καταλήξει: “Η συνέχιση του ενάρετου κύκλου, με περαιτέρω αναβαθμίσεις του δημοσίου και των τραπεζών, θα φέρει εγγύτερα την πολυπόθητη σύγκλιση των πιστωτικών συνθηκών με την ευρωζώνη”.
Τα business plans
Υποστηρικτικά προς τα business plans των τραπεζών φέρεται πως θα λειτουργήσουν οι αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους και δη, σε μία περίοδο, όπου οι διοικήσεις επεξεργάζονται σχέδια για την αναθεώρησή τους.
“Στη διατήρηση ισχυρής οργανικής κερδοφορίας θα επιδράσει θετικά η συγκράτηση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών, στην οποία αναμένεται να συμβάλουν οι αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών τους αξιολογήσεων με δεδομένες τις θετικές προοπτικές τους”, διατείνεται η ΤτΕ, υπενθυμίζοντας, ωστόσο, ότι συμβολή στην κερδοφορία θα έχει και η επίτευξη υψηλών ρυθμών πιστωτικής επέκτασης.
Σε κάθε περίπτωση, μετά την Τράπεζα Πειραιώς, η οποία προχώρησε πρώτη στην αναβάθμιση του guidance για το 2024, το ίδιο εκτιμάται πως θα πράξουν και οι υπόλοιπες τράπεζες, με τους νέους στόχους να ανακοινώνονται παράλληλα με τα αποτελέσματα α’ εξαμήνου, δηλαδή περί τα τέλη Ιουλίου – αρχές Αυγούστου.
Της Αγγελικής Βελεσιώτη
Πηγή capital.gr