Οι δύο κυριότερες αιτίες απώλειας της ζωής στην Ελλάδα και παγκοσμίως είναι οι καρδιοπάθειες και τα εγκεφαλικά, ενώ οι δύο σημαντικότερες αιτίες αναπηρίας που εμποδίζουν την υγιή ζωή ιδίως στην τρίτη ηλικία, είναι οι πόνοι στη μέση και οι ημικρανίες.
Μια νέα μεγάλη διεθνής έρευνα (Global Burden of Disease), με τη συμβολή άνω των 2.500 ερευνητών από 130 χώρες, η οποία δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό “The Lancet”, αποκαλύπτει ότι ενώ οι θάνατοι από λοιμώδεις μεταδοτικές νόσους και πρόωρους τοκετούς μειώνονται διαχρονικά, αντίθετα αυξάνονται οι θάνατοι από καρδιοπάθειες, τρομοκρατία και πολεμικές συγκρούσεις.
Σύμφωνα με την μελέτη, που ανέλυσε στοιχεία για 195 χώρες και περιοχές, οι άνθρωποι στη Γη ζουν όλο και περισσότερα χρόνια, καθώς το προσδόκιμο ζωής σταθερά εμφανίζει αύξηση, ενώ από την άλλη οι αιτίες θανάτου δεν παραμένουν σταθερές στο πέρασμα του χρόνου.Το μέσο παγκόσμιο προσδόκιμο ζωής σήμερα είναι 72,5 έτη ανεξαρτήτως φύλου, ενώ ειδικότερα για τις γυναίκες είναι τα 75,3 έτη και για τους άνδρες τα 69,8 έτη. Το μέσο προσδόκιμο ζωής εμφανίζει συνεχή αύξηση, αφού το 1990 ήταν 65,1 έτη και το 1970 μόνο 58,4 έτη.
Δηλαδή μέσα σε σχεδόν μισό αιώνα (1970-2017) το προσδόκιμο ζωής για έναν άνθρωπο έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον 14 χρόνια. Το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής συνεχίζει να έχει η Ιαπωνία (83,9 έτη) και το μικρότερο η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία (50,2).
Το 2016 γεννήθηκαν στον πλανήτη μας 128,8 εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ 54,7 εκατομμύρια πέθαναν από διάφορες αιτίες (έχουν καταγραφεί πάνω από 330), έναντι 42,8 εκατ. θανάτων το 1970. Σχεδόν τρεις στους τέσσερις θάνατοι (72,3%) οφείλονταν σε μη μεταδοτικές ασθένειες, κυρίως σε καρδιοπάθειες, εγκεφαλικά και καρκίνους.
Οι θάνατοι από μη μεταδοτικές και συνήθως χρόνιες παθήσεις εμφανίζουν αύξηση 16% μεταξύ 2006-2016. Η Νο 1 αιτία θανάτου παραμένει η ισχαιμική καρδιοπάθεια (σχεδόν 9,5 εκατομμύρια θάνατοι πέρυσι), εμφανίζοντας αύξηση 19% από το 2006. Σημαντική αύξηση 31% από το 2006 εμφανίζουν και οι θάνατοι λόγω διαβήτη, που έφθασαν τα 1,4 εκατ. το 2016. Οι θάνατοι που σχετίζονται με το κάπνισμα, υπολογίζονται σε τουλάχιστον 7,1 εκατομμύρια.
Το 19% των θανάτων οφείλονταν σε μεταδοτικές νόσους, σε ασθένειες κατά την εγκυμοσύνη, τη βρεφική και παιδική ηλικία, καθώς και σε παθήσεις σχετικές με την ελλιπή και ανθυγιεινή διατροφή. Η κατηγορία αυτή των θανάτων εμφανίζει μείωση σχεδόν 24% μέσα στην τελευταία δεκαετία (2006-2016).
Μείωση καταγράφεται στη θνησιμότητα όλων των ηλικιακών ομάδων, αλλά ιδιαίτερη πρόοδος έχει επιτευχθεί στη μείωση των θανάτων παιδιών έως πέντε ετών. Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ανθρώπινη ιστορία οι θάνατοι μωρών, βρεφών και νηπίων έπεσαν κάτω από τα πέντε εκατομμύρια ετησίως, έναντι 11 εκατομμυρίων το 1990 και 16,4 εκατ. το 1970.
Οι θάνατοι από HIV/AIDS έχουν μειωθεί σχεδόν στο μισό (κατά 46%) από το 2006, ενώ από ελονοσία κατά 26%. Από την άλλη, η παχυσαρκία και η κακή διατροφή σχετίζονται με ολοένα περισσότερους θανάτους (με το 18,8%, δηλαδή σχεδόν με έναν στους πέντε).
Από τις μεταδοτικές νόσους γενικά η θνησιμότητα είναι ολοένα μικρότερη, αλλά αντίθετα αύξηση εμφανίζουν οι θάνατοι από δάγκειο πυρετό (82% μεταξύ 2006-2016) και από ανθεκτική στα φάρμακα φυματίωση (αύξηση 68%). Επίσης, είναι αξιοσημείωτο ότι οι θάνατοι από ηπατίτιδες και συναφείς ιογενείς παθήσεις του ήπατος έφθασαν τα 1,34 εκατομμύρια το 2016, ξεπερνώντας τους θανάτους από φυματίωση (1,2 εκατ.), από HIV/AIDS (1 εκατ.) και από ελονοσία (719.000).
Το υπόλοιπο 8% των θανάτων παγκοσμίως προέρχονται από κάθε είδους τραύματα, από πτώσεις και τροχαία έως πολέμους και τρομοκρατικές επιθέσεις. Ειδικότερα οι θάνατοι από συγκρούσεις και τρομοκρατικές ενέργειες το 2016 έφθασαν περίπου τους 150.500, αυξημένοι κατά 143% έναντι του 2006, κυρίως λόγω της πρόσφατης έντασης στη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική.