Σχεδόν εννιά μήνες μετά την έκρηξη του υποθαλάσσιου ηφαιστείου της Τόνγκα στις 14 Ιανουαρίου, οι επιστήμονες συνεχίζουν να αναλύουν τις επιπτώσεις του φαινομένου.
Πρόσφατα, υπολόγισαν ότι η έκρηξη του Hunga Tonga-Hunga Ha’apa εκτόξευσε στην ατμόσφαιρα της Γης 50 εκατομμύρια τόνους υδρατμών, μαζί με τεράστιες ποσότητες τέφρας και ηφαιστειακών αερίων. Αυτή η μαζική έγχυση υδρατμών αύξησε την ποσότητα υγρασίας στην παγκόσμια στρατόσφαιρα κατά περίπου 5% και θα μπορούσε να πυροδοτήσει έναν κύκλο ψύξης της στρατόσφαιρας και θέρμανσης της επιφάνειας του πλανήτη μας. Επιπλέον, αυτές οι επιπτώσεις μπορεί να διαρκέσουν λίγους μήνες, σύμφωνα με μια νέα μελέτη.
Η έκρηξη του ηφαιστείου, η οποία ξεκίνησε στις 13 Ιανουαρίου και κορυφώθηκε δύο ημέρες αργότερα, ήταν η ισχυρότερη που έχει παρατηρηθεί στη Γη εδώ και δεκαετίες. Η έκρηξη εκτεινόταν σε μήκος 260 χιλιομέτρων και εκτόξευσε στήλες τέφρας, ατμού και αερίου πάνω από 20 χιλιόμετρα στον αέρα, σύμφωνα με την Εθνική Υπηρεσία Ωκεανών και Ατμόσφαιρας (NOAA).
Οι μεγάλες ηφαιστειακές εκρήξεις συνήθως ψύχουν τον πλανήτη εκτοξεύοντας διοξείδιο του θείου στα ανώτερα στρώματα της γήινης ατμόσφαιρας, τα οποία φιλτράρουν την ηλιακή ακτινοβολία. Τα σωματίδια βράχων και τέφρας μπορούν επίσης να ψύξουν προσωρινά τον πλανήτη εμποδίζοντας το ηλιακό φως, σύμφωνα με την Πανεπιστημιακή Εταιρεία Ατμοσφαιρικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Επιστημών.
Με αυτόν τον τρόπο, η εκτεταμένη και βίαιη ηφαιστειακή δραστηριότητα στο μακρινό παρελθόν της Γης μπορεί να συνέβαλε στην παγκόσμια κλιματική αλλαγή, προκαλώντας μαζικές εξαφανίσεις πριν από εκατομμύρια χρόνια.
Πρόσφατες εκρήξεις έχουν επίσης καταδείξει τη δύναμη των ηφαιστείων να ψύξουν τον πλανήτη. Μετά την έκρηξη του όρους Πινατούμπο στις Φιλιππίνες το 1991, οι μέσες παγκόσμιες θερμοκρασίες μειώθηκαν κατά περίπου 0,6 βαθμούς Κελσίου για τουλάχιστον ένα χρόνο.
Το ηφαίστειο της Τόνγκα εκτόξευσε περίπου 441.000 τόνους διοξειδίου του θείου, περίπου το 2% της ποσότητας που εκτόξευσε το όρος Πινατούμπο. Αλλά σε αντίθεση με το Πινατούμπο (και τις περισσότερες μεγάλες ηφαιστειακές εκρήξεις, οι οποίες συμβαίνουν στη στεριά), οι υποθαλάσσιες ηφαιστειακές φλόγες της Τόνγκα έστειλαν «σημαντικές ποσότητες νερού» στη στρατόσφαιρα, τη ζώνη που εκτείνεται περίπου 50 χιλιόμετρα πάνω από την επιφάνεια της Γης, μέχρι περίπου 6 έως 20 χιλιόμετρα, σύμφωνα με την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία των ΗΠΑ.
«Οι εκρήξεις στα υποθαλάσσια ηφαίστεια μπορούν να αντλήσουν μεγάλο μέρος της εκρηκτικής τους ενέργειας από την αλληλεπίδραση του νερού και του θερμού μάγματος η οποία εκτοξεύει τεράστιες ποσότητες νερού και ατμού στη στήλη της έκρηξης, έγραψαν οι επιστήμονες σε μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Science». Μέσα σε 24 ώρες μετά την έκρηξη, το νέφος επεκτάθηκε πάνω από 28 χιλιόμετρα στην ατμόσφαιρα.
Οι ερευνητές ανέλυσαν την ποσότητα του νερού στα νέφη αξιολογώντας τα δεδομένα που συγκέντρωσαν με τη βοήθεια ραδιοσκοπίων, τα οποία προσαρτήθηκαν σε μετεωρολογικά μπαλόνια και στάλθηκαν στον ουρανό μέσα στα ηφαιστειακά νέφη. Καθώς τα όργανα αυτά ανεβαίνουν στην ατμόσφαιρα, οι αισθητήρες τους μετρούν τη θερμοκρασία, την πίεση του αέρα και τη σχετική υγρασία, μεταδίδοντας τα δεδομένα αυτά σε έναν δέκτη στο έδαφος.
Οι ατμοσφαιρικοί υδρατμοί απορροφούν την ηλιακή ακτινοβολία και την επανεκπέμπουν ως θερμότητα. Με δεκάδες εκατομμύρια τόνους υγρασίας του Τόνγκα να περιφέρονται τώρα στη στρατόσφαιρα, η επιφάνεια της Γης θα θερμανθεί – αν και δεν είναι σαφές κατά πόσο, σύμφωνα με τη μελέτη.
Προηγούμενη έρευνα σχετικά με την έκρηξη διαπίστωσε ότι το Τόνγκα εκτόξευσε αρκετούς υδρατμούς για να γεμίσει 58.000 πισίνες ολυμπιακών διαστάσεων και ότι αυτή η τεράστια ποσότητα ατμοσφαιρικής υγρασίας θα μπορούσε ενδεχομένως να αποδυναμώσει το στρώμα του όζοντος, όπως αναφέρει το Live Science.
«Ωστόσο, θα απαιτηθούν λεπτομερείς μελέτες για να ποσοτικοποιηθεί η επίδραση στην ποσότητα του όζοντος, επειδή μπορεί να παίζουν ρόλο και άλλες χημικές αντιδράσεις», σημείωσαν οι επιστήμονες στη μελέτη τους.