Μελέτες έχουν δείξει ότι το φαγητό αργά το βράδυ δεν κάνει καλό στην υγεία, αλλά γιατί; Μια νέα μελέτη εξέτασε αυτό το ερώτημα συγκρίνοντας ανθρώπους που έτρωγαν τις ίδιες τροφές, αλλά σε διαφορετικές ώρες της ημέρας.
Προηγούμενες μελέτες είχαν ήδη εντοπίσει μια σχέση μεταξύ του χρόνου των γευμάτων και της αύξησης του σωματικού βάρους, αλλά οι ερευνητές θέλησαν να εξετάσουν αυτή τη σχέση πιο προσεκτικά, καθώς και να ανακαλύψουν τους βιολογικούς λόγους που κρύβονται πίσω από αυτήν.
«Έχει σημασία τι ώρα τρώμε όταν όλα τα υπόλοιπα διατηρούνται σταθερά;» δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας Νίνα Βούτσοβιτς, ερευνήτρια στο τμήμα ύπνου και κιρκαδιανών διαταραχών στο Νοσοκομείο Brigham της Βοστώνης.
Η απάντηση ήταν ναι – το να τρώμε αργότερα μέσα στην ημέρα διπλασιάζει τις πιθανότητες να πεινάμε περισσότερο, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Cell Metabolism».
Στην έρευνα συμμετείχαν 16 υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα. Κάθε εθελοντής συμμετείχε σε δύο διαφορετικά πειράματα διάρκειας έξι ημερών, με τον ύπνο και το φαγητό τους να ελέγχονται αυστηρά.
«Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι το φαγητό αργά το βράδυ συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας, αυξημένο σωματικό λίπος και μειωμένη πιθανότητα απώλειας βάρους. Θέλαμε να καταλάβουμε το γιατί», δήλωσε ο Φρανκ Σιρ, νευροεπιστήμονας στο Νοσοκομείο Brigham and Women’s της Βοστώνης.
Οι εθελοντές χωρίστηκαν σε δυο ομάδες. Επί έξι ημέρες, η πρώτη ομάδα έτρωγε τρία γεύματα την ημέρα: πρωινό στις 9 το πρωί, μεσημεριανό στη 1 το μεσημέρι και δείπνο γύρω στις 6 το απόγευμα. Η δεύτερη ομάδα έτρωγε τα γεύματα τέσσερις ώρες αργοτερα: το πρώτο γύρω στη 1μμ και το τελευταίο γύρω στις 9μμ.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τα άτομα που έτρωγαν αργότερα είχαν μειωμένα επίπεδα λεπτίνης –μιας ορμόνης που μας λέει πότε αισθανόμαστε χορτάτοι – που σημαίνει ότι οι αισθάνονταν πιο πεινασμένοι από εκείνους που έτρωγαν νωρίτερα. Επιπλέον, οι θερμίδες καίγονταν με βραδύτερο ρυθμό.
Τα πειράματα έδειξαν επίσης ότι η γονιδιακή έκφραση του λιπώδους ιστού – η οποία επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο το σώμα αποθηκεύει λίπος – αύξησε τη διαδικασία της λιπογένεσης που χτίζει τους λιπώδεις ιστούς και μείωσε τη διαδικασία της λιπόλυσης που διασπά το λίπος.
«Απομονώσαμε αυτές τις επιδράσεις ελέγχοντας τις μεταβλητές, όπως η θερμιδική πρόσληψη, η σωματική δραστηριότητα, ο ύπνος και η έκθεση στο φως, αλλά στην πραγματική ζωή, πολλοί από αυτούς τους παράγοντες μπορεί να επηρεάζονται και οι ίδιοι από το χρονοδιάγραμμα των γευμάτων», εξήγησε ο Σιρ.
Φυσικά, η παχυσαρκία μπορεί να οδηγήσει σε άλλα προβλήματα υγείας, όπως ο διαβήτης και ο καρκίνος, και έτσι η εξεύρεση τρόπων αποτροπή της θα έκανε τεράστια διαφορά στην υγεία του παγκόσμιου πληθυσμού.
«Σε μελέτες μεγαλύτερης κλίμακας όπου ο αυστηρός έλεγχος όλων αυτών των παραγόντων μπορεί να μην είναι εφικτός, θα πρέπει τουλάχιστον να εξετάσουμε πώς άλλες συμπεριφορικές και περιβαλλοντικές μεταβλητές μεταβάλλουν αυτές τις βιολογικές οδούς που διέπουν τον κίνδυνο παχυσαρκίας», σημείωσε ο Σιρ.