Οι αυτόχθονες λαοί και οι τοπικές κοινότητες σε όλο τον κόσμο διαθέτουν πλούσιες και εκτεταμένες γενικές γνώσεις σχετικά με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και τους πιθανούς τρόπους προσαρμογής. Οι γνώσεις αυτές θα πρέπει να αναγνωριστούν τόσο από τoυς επιστήμονες όσο και από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής για την κλιματική αλλαγή.
Αυτό είναι το κύριο συμπέρασμα μιας διεθνούς μελέτης με επικεφαλής το Ινστιτούτο Περιβαλλοντικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Universitat Autònoma de Barcelona (ICTA-UAB), το οποίο πέρασε πέντε χρόνια αναλύοντας και παρέχοντας λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι αυτόχθονες πληθυσμοί και οι τοπικές κοινότητες αντιλαμβάνονται και ανταποκρίνονται στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις περιοχές όπου ζουν.
Με επικεφαλής την Βικτόρια Ρέιες-Γκαρσία, ερευνήτρια του ICREA στο ICTA-UAB, το έργο με τίτλο «Local Indicators of Climate Change Impacts» (LICCI), το οποίο χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας (ERC), ανέλυσε 52 μελέτες που πραγματοποίηθηκαν σε αυτόχθονες και τοπικές κοινότητες σε όλο τον κόσμο.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι αυτόχθονες πληθυσμοί και οι τοπικές κοινότητες πλήττονται δυσανάλογα από την κλιματική αλλαγή, καθώς συχνά ζουν σε κλιματικά καυτά σημεία και εξαρτώνται από βιοποριστικά μέσα που βασίζονται στη φύση. Ως κοινωνίες συχνά περιθωριοποιημένες λόγω ιστορικών και συνεχιζόμενων κοινωνικών ανισοτήτων, η κλιματική αλλαγή είναι μόνο μία από τις πολλές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο περιβαλλοντικής υποβάθμισης.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι κοινότητες αυτές διαθέτουν πλούσιες και ετερόκλητες γνώσεις σχετικά με τις μεθόδους προσαρμογής στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
«Συνδεδεμένες με το φυσικό τους περιβάλλον από γενιά σε γενιά, έχουν μια ολιστική κατανόηση των αλυσιδωτών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, από τις αλλαγές στα ατμοσφαιρικά, φυσικά και βιολογικά συστήματα, έως τις επιπτώσεις στα μέσα διαβίωσής τους», εξήγησε η ερευνήτρια.
Οι μελέτες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως για παράδειγμα το πώς η αστάθεια των καιρικών συνθηκών καθιστά όλο και πιο δύσκολη τη γεωργία στο Περού ή το Μεξικό και το κυνήγι του θαλάσσιου πάγου εξαιρετικά επικίνδυνο στις περιοχές της Αρκτικής, ή το πώς οι μεταβαλλόμενες παλίρροιες και θερμοκρασίες στους ρηχούς υφάλους καθιστούν δύσκολη την αλίευση χταποδιών στο νησί Wasini στην Κένυα. Η έρευνα καλύπτει κοινότητες που κυμαίνονται από βοσκούς ταράνδων Koryak στη Σιβηρία της Ρωσίας μέχρι εκείνους στη βόρεια Κένυα ή την Puna Seca στην Αργεντινή, ψαράδες στον ποταμό Juruá στη Βραζιλία, αγρότες Quechua στο Περού, Mapuche-Pehuenche στη νότια Χιλή και ιθαγενείς στα Φίτζι.
Ωστόσο, οι πολύτιμες αυτές γνώσεις τους δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη στις εκθέσεις και τις πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ακόμη και σε περιοχές όπου τα δεδομένα είναι ελάχιστα λόγω της δύσκολης πρόσβασής τους ή όταν τα μέτρα προσαρμογής εφαρμόζονται στα εδάφη τους. Ως εκ τούτου, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι «ως νόμιμοι θεματοφύλακες της γνώσης σχετικά με την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της στο τοπικό περιβάλλον, οι αυτόχθονες πληθυσμοί και οι τοπικές κοινότητες θα πρέπει να έχουν κεντρικότερο ρόλο στις επιστημονικές και πολιτικές διαδικασίες κατανόησης και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή».
Καλούν επίσης τα θεσμικά όργανα που εμπλέκονται στην αξιολόγηση των επιπτώσεων και στο σχεδιασμό πολιτικών και σχεδίων προσαρμογής σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο, να ενσωματώσουν αυτές τις γνώσεις στη λήψη αποφάσεων. Ζητούν επίσης να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα δικαιώματα των αυτοχθόνων πληθυσμών, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού της κυριαρχίας τους, καθώς και στα δικαιώματα άλλων κοινοτήτων που εξαρτώνται από τη φύση, διασφαλίζοντας ότι συμμετέχουν πραγματικά στην αξιολόγηση, τη λήψη αποφάσεων και τους μηχανισμούς αποκατάστασης του κλίματος.
ΠΗΓΗ: Eurekalert