Εδώ και αρκετές δεκαετίες, οι ερευνητές εξετάζουν την πιθανή σχέση μεταξύ της γνωστικής λειτουργίας και της πίστης σε παραφυσικά φαινόμενα, όπως η τηλεκίνηση, τα φαντάσματα και η διόραση. Ωστόσο, έχουν περάσει περίπου 30 χρόνια από την τελευταία ανασκόπηση της βιβλιογραφίας αυτής.
Για να παράσχουν επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τα ευρήματα και την ποιότητα των μελετών αυτών, επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο του Hertfordshire στη Βρετανία, ανέλυσαν και αξιολόγησαν 71 δημοσιευμένες μελέτες από το 1980 έως το 2020. Οι συγκεκριμένες μελέτες διερεύνησαν ένα εύρος γνωστικών λειτουργιών, όπως η ικανότητα συλλογισμού, ο τρόπος σκέψης και η μνήμη. Τα περισσότερα ευρήματα συμφωνούν με την υπόθεση ότι οι εν λόγω πεποιθήσεις σχετίζονται με γνωστικές διαφορές ή ανεπάρκειες.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Hertfordshire διαπίστωσαν ότι η μεθοδολογία που ακολούθησαν οι περισσότερες από τις 71 μελέτες ήταν σωστή και ότι η ποιότητά τους έχει βελτιωθεί με την πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, ανέδειξαν ορισμένα προβληματικά σημεία. Για παράδειγμα, σε πολλές μελέτες δεν αναφέρονταν οι μεθοδολογικοί περιορισμοί και οι συμμετέχοντες ήταν κυρίως προπτυχιακοί φοιτητές, που σημαίνει ότι τα ευρήματα μπορεί να μην ισχύουν απαραίτητα για τον γενικό πληθυσμό.
Οι συγγραφείς της μετα-μελέτης που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «PLOS ONE», σημειώνουν ότι από την έρευνά τους δεν προέκυψε κάποιο συγκεκριμένο προφίλ των ανθρώπων που πιστεύουν σε παραφυσικά φαινόμενα. Προτείνουν δε, ότι οι μελλοντικές έρευνες θα μπορούσαν όχι μόνο να αντιμετωπίσουν τις μεθοδολογικές αδυναμίες που παρατήρησαν, αλλά και να διερευνήσουν την πιθανότητα ότι τέτοιου είδους πεποιθήσεις σχετίζονται με μια συνολική διαφορά στη γνωστική λειτουργία.
«Τέσσερις δεκαετίες ερευνών δείχνουν ότι η πίστη στο παραφυσικό συνδέεται με το βαθμό γνωστικής ευελιξίας και ρευστής νοημοσύνης μας, ωστόσο, απαιτούνται μεθοδολογικές βελτιώσεις σε μελλοντικές έρευνες για την περαιτέρω κατανόηση της σχέσης αυτής», πρόσθεσαν οι συγγραφείς.
ΠΗΓΗ: Eurekalert