Σχεδόν οι μισοί Ισπανοί (44,9%) ζουν πολύ κοντά στο όριο των δυνατοτήτων τους (το ποσοστό έχει μειωθεί 0,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με πέρυσι) και ένας στους πέντε (21%) δεν φτάνει στο τέλος του μήνα. Αυτό τονίζεται στην έκθεση “The State of Poverty. Monitoring of the indicators of the Agenda 2030 UE 2015–2021” του Ευρωπαϊκού Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας και του Κοινωνικού Αποκλεισμού στο ισπανικό κράτος (EAPN-ES), που συλλέγει επίσημα δεδομένα φτώχειας μετά την πανδημία του Covid-19.
Πρόκειται για νοικοκυριά που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τουλάχιστον επτά συνθήκες, όπως το να διατηρήσουν το σπίτι σε κατάλληλη θερμοκρασία, να αντιμετωπίσουν απρόβλεπτα έξοδα (ανεβαίνει στο 33%), να κάνουν διακοπές μια εβδομάδα το χρόνο. Το 2021 περίπου 3,9 εκατομμύρια άνθρωποι, που αποτελούν το 8,3% του ισπανικού πληθυσμού, ζουν με σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση, ειδικά νοικοκυριά με παιδιά (αν και βελτιώνεται ελαφρά κατά 0,2 μονάδες σε σύγκριση με το 2020).
Άνοδος ενός νέου προφίλ φτώχειας: Πολίτες με θέσεις εργασίας
Το νέο προφίλ της φτώχειας αφορά σε άτομα με απασχόληση αλλά και με δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή και πανεπιστημιακές σπουδές. Έτσι, τον τελευταίο χρόνο, ο αριθμός των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά που τα βγάζουν πέρα δύσκολα αυξήθηκε, φτάνοντας το 11,6% (1,6 μονάδες), που σημαίνει την ενσωμάτωση 603.000 ατόμων σε αυτή την πραγματικότητα το 2021. «Ένας στους τρεις φτωχούς είναι απασχολούμενος», υπενθύμισε ο συντονιστής της έκθεσης, Χουάν Κάρλος Λάνο.
Παράλληλα, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικτύου, Carlos Susías, προσθέτει ότι, σύμφωνα με αυτή τη μελέτη, οι φτωχοί εξακολουθούν να είναι πολύ φτωχότεροι από ό,τι ήταν το 2008, έτος πριν από την έναρξη της οικονομικής κρίσης. Με άλλα λόγια, υπάρχει αύξηση για τρίτη συνεχή χρονιά στο χάσμα φτώχειας.
Η απόκτηση παιδιών εξακολουθεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι τα νοικοκυριά στα οποία ζουν παιδιά έχουν υψηλότερα ποσοστά στους κύριους δείκτες από εκείνα στα οποία υπάρχουν μόνο ενήλικες, ιδιαίτερα μόνοι γονείς, σχεδόν οι μισοί από τους οποίους είναι σε κατάσταση κινδύνου φτώχειας (54,3% φέτος).
Ανδαλουσία και Εξτρεμαδούρα οι πιο φτωχές περιοχές
Ταυτόχρονα, η μελέτη δείχνει μια Ισπανία χωρισμένη στα δύο: Οι βόρειες περιοχές έχουν χαμηλά ποσοστά σε δείκτες φτώχειας και αποκλεισμού, συγκρίσιμα με τις πιο ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ, ενώ οι νότιες Αυτονομίες και πόλεις παρουσιάζουν πολύ υψηλά ποσοστά.
Σε σύγκριση με το AROPE (At risk of poverty and/or exclusion), τα χαμηλότερα ποσοστά είναι στη Ναβάρα και στη Χώρα των Βάσκων, με 14,7% και 16%, αντίστοιχα. Από την άλλη, τα υψηλότερα καταγράφονται στην Ανδαλουσία και την Εξτρεμαδούρα, αμφότερες με 38,7%.
Η Ισπανία η έκτη φτωχότερη χώρα της Ευρώπης
Ο δείκτης Gini (δείκτης μισθολογικών διαφορών) το 2021, ο οποίος μετρά την ανισότητα στην Ευρώπη, είναι 33 (2,9 μονάδες υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο) τοποθετώντας την Ισπανία στην έκτη θέση με το υψηλότερο ποσοστό, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, τη Ρουμανία και την Πορτογαλία. Όσον αφορά το ποσοστό AROPE, είναι 6,1 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ και το τέταρτο υψηλότερο από όλα τα κράτη μέλη. Παραπάνω είναι μόνο η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα.
Η κοινωνική ασπίδα που εφάρμοσε η κυβέρνηση το 2020 λόγω της πανδημίας εμπόδισε 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους να πέσουν στη φτώχεια, παρόλο που ο αριθμός των ατόμων σε βαριά φτώχεια αυξήθηκε κατά 300.000. Το 2021, συνολικά 13,1 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή το 27,8% του ισπανικού πληθυσμού, διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας ή/και κοινωνικού αποκλεισμού, διατηρώντας την ανοδική τάση του προηγούμενου έτους, όπως αντικατοπτρίζει η τελευταία Έρευνα Συνθηκών Διαβίωσης (Στατιστική Υπηρεσία INE).
Είναι η πρώτη χρονιά που η επίδραση που είχε η πρόσφατη κρίση στη φτώχεια μπορεί να παρατηρηθεί με επίσημα στοιχεία. Η φτώχεια αυξήθηκε κατά περίπου 319.000 άτομα, χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις που προέβλεπαν ότι η σοβαρή φτώχεια θα μπορούσε να αυξηθεί κατά σχεδόν 800.000. «Τα μέτρα περιορισμού που πλαισιώνονται στη λεγόμενη κοινωνική ασπίδα συνέβαλαν θετικά στην ανακούφιση μεγάλου μέρους των αναμενόμενων συνεπειών της κρίσης», εξήγησε ο συντονιστής της έκθεσης.
Ωστόσο, αυτά τα προστατευτικά μέτρα, όπως για παράδειγμα, το μηνιαίο ζωτικό επίδομα φθάνουν σε όσους βρίσκονται σε σοβαρή φτώχεια ή κοντά σε αυτήν. Πρόκειται για άτομα που ζουν με εισόδημα κάτω των 530 ευρώ το μήνα, που στην περίπτωση οικογένειας με δύο παιδιά είναι 1.113 ευρώ. «Η επίδραση των μέτρων μείωσε το ποσοστό φτώχειας κατά 3,2 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή το μέγεθος της φτώχειας στην Ισπανία μειώθηκε κατά 1,5 εκατομμύριο», διευκρίνισε.
Όσον αφορά τη συμμόρφωση με τους στόχους που περιλαμβάνονται στην Ατζέντα 2030, «πρακτικά όλοι οι δείκτες, παρά τη βελτίωση των αρχείων, παρουσιάζουν σημαντική καθυστέρηση». Για τη συμμόρφωσή του, είναι απαραίτητο να μειωθεί το ποσοστό στο 14,3%, δηλαδή 10,7 εκατομμύρια άτομα στα 15 χρόνια της ατζέντας. Αφού παρέλθει το ένα τρίτο του προβλεπόμενου χρόνου, η αναλογική συμμόρφωση θα απαιτούσε μείωση του ποσοστού κατά 4,8 ποσοστιαίες μονάδες, επεσήμανε. «Λιγότερο από τα μισά από όσα είναι απαραίτητα για την επίτευξη του στόχου της φτώχειας σε όλες τις διαστάσεις του έχουν γίνει», κατέληξε ο ερευνητής