Με τον τουρισμό να «σπάει» το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, σύμφωνα με νεότερες μελέτες, το 2024 δεν αναμένεται να είναι μόνο μια ιδανική για τον κλάδο χρονιά αλλά και ένα έτος – «ορόσημο» και μια «αφετηρία» για τη βιώσιμη ανάπτυξη του, με στόχο να μπει ο πήχης των επιτυχιών ακόμη πιο ψηλά τα επόμενα χρόνια (εκτός φυσικά, τυχόν, ανεπιθύμητων γεγονότων, ικανών να επηρεάσουν την πορεία του, όπως είθισται σε κάθε παρεχόμενη υπηρεσία).
«Ο ελληνικός τουρισμός το 2024 μπορεί να επαναλάβει την περσινή επιτυχία, έχοντας ήδη μια δυναμική εκκίνηση χρονιάς (+24% στις αφίξεις του 1ου τριμήνου, έναντι 2023) και θετικούς οιωνούς για τη συνέχεια από σχεδόν το σύνολο των πρόδρομων δεικτών», αναφέρει χαρακτηριστικά η πρόσφατη έρευνα για τις «τάσεις του επιχειρείν» της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ). Συγκεκριμένα, ο δείκτης μελλοντικής ζήτησης των ελληνικών ξενοδοχείων βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, με την αισιοδοξία να αποτυπώνεται σε ρεκόρ καθαρών προσλήψεων για το διάστημα Φεβρουάριος-Απρίλιος (+98 χιλ. έναντι +90 χιλ. το 2023).
Παράλληλα, η αεροπορική κίνηση εξωτερικού σε σχέση με τα μεγέθη 2023 καταγράφει:
▪ άνοδο στις εαρινές αφίξεις εξωτερικού (της τάξης του 20%), καλλιεργώντας προσδοκίες για μείωση της εποχικότητας,
▪ αύξηση στις προγραμματισμένες θέσεις της περιόδου Ιούνιος-Οκτώβριος (+8%), και
▪ ισχυρή ζήτηση από ανεξάρτητους τουρίστες (+14% στις μέχρι τώρα κρατήσεις).
Λαμβάνοντας υπόψιν τα δεδομένα αυτό, εκτιμάται ότι το 2024 μπορεί να επιτύχει νέα ρεκόρ, με αφίξεις της τάξης των 35 εκ. τουριστών (+7% έναντι του 2023) και βελτιωμένα έσοδα ανά τουρίστα, οδηγώντας έτσι σε εισπράξεις της τάξης των 22 δισ. ευρώ (+10% έναντι του 2023) και ενίσχυση μεριδίου στη μεσογειακή αγορά.
«Στο σημείο αυτό», ωστόσο, όπως τονίζεται στην έκθεση της ΕΤΕ, «θα ήταν παράλειψη να μην υπογραμμίσουμε το μεγάλο εύρος απόκλισης γύρω από το βασικό μας σενάριο (κυρίως προς τα κάτω), λόγω υψηλής γεωπολιτικής και κλιματικής αβεβαιότητας καθώς και πιθανών αναταράξεων από την χρεοκοπία της FTI Touristik».
Θετικοί οι οιωνοί
Σύμφωνα με την έκθεση, ο ελληνικός τουρισμός το 2024 δείχνει ότι έχει τα εχέγγυα να επαναλάβει την περσινή επιτυχία, έχοντας: α) μια δυναμική εκκίνηση χρονιάς σε συνδυασμό με β) θετικά στοιχεία για σχεδόν το σύνολο των πρόδρομων δεικτών. Συγκεκριμένα, η εικόνα των βασικών δεικτών διαμορφώνεται ως εξής:
▪ Ο δείκτη μελλοντικής ζήτησης βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα, οι Έλληνες ξενοδόχοι εμφανίζονται σημαντικά πιο αισιόδοξοι από τους ανταγωνιστές τους στη Μεσόγειο, σε μια επανάληψη της εικόνας του 2023 που οδήγησε σε ενίσχυση του αποτυπώματος του ελληνικού τουρισμού στην μεσογειακή αγορά (16,9% από 16,8% το 2019, σε όρους διανυκτερεύσεων αλλοδαπών σε καταλύματα).
▪ Η αισιοδοξία αυτή αποτυπώνεται στο ισοζύγιο καθαρών προσλήψεων στα ξενοδοχεία, σημειώνοντας νέο ρεκόρ το διάστημα Φεβρουάριος-Απρίλιος (+98 από +90 χιλ. το 2023). ▪
Επίσης, η αεροπορική κίνηση καταγράφει:
• άνοδο στις εαρινές αφίξεις εξωτερικού (της τάξης του 20%), καλλιεργώντας προσδοκίες για μείωση της εποχικότητας,
• αύξηση στις προγραμματισμένες θέσεις (+8%) της περιόδου Ιούνιος-Οκτώβριος, και
• ισχυρή ζήτηση από ανεξάρτητους τουρίστες, με αύξηση 14% στις έως τώρα κρατήσεις του 2024, έναντι +10% για τους ανταγωνιστές στη μεσογειακή αγορά.
Στο πλαίσιο αυτό, ο δείκτης οικονομικού κλίματος στις βασικές αγορές προσεγγίζει τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του, με τη διάθεση των Ευρωπαίων για ταξίδια αναψυχής κατά τη θερινή περίοδο να εμφανίζεται ενισχυμένη (74% φέτος έναντι 69% το 2023). Για τους λόγους αυτούς, σύμφωνα με τη μελέτη της ΕΤΕ, εκτιμάται ότι το 2024 μπορεί να εξελιχθεί σε ένα νέο έτος ορόσημο για τον ελληνικό τουρισμό, με βελτιωμένα έσοδα ανά τουρίστα, οδηγώντας σε εισπράξεις της τάξης των 22 δισ. ευρώ (+10% έναντι του 2023) και ενίσχυση μεριδίου στη μεσογειακή αγορά.
Οι επιδόσεις του Χειμώνα
Οι επιδόσεις του Χειμώνα επιβεβαιώνουν την ισχυρή δυναμική. Ο ελληνικός τουρισμός έκανε ένα δυναμικό ξεκίνημα της χρονιάς κατά τη χειμερινή περίοδο του 2024 (Δεκέμβριος 2023-Φεβρουάριος 2024), καταγράφοντας σε ετήσια βάση αύξηση 24% στις διεθνείς αφίξεις και 23% στις εισπράξεις (σε αποπληθωρισμένους όρους).
Οι βασικές αγορές που πρωτοστάτησαν στην ενίσχυση των μεγεθών του ελληνικού τουρισμού κατά τη χειμερινή περίοδο του 2024 είναι η Γερμανία και οι ΗΠΑ συνεισφέροντας περισσότερο από το ¼ της αύξησης. Οι δευτερεύουσες αγορές της ΕΕ συνεισέφεραν τα ⅗ της ανόδου (ανεβάζοντας το μερίδιό τους σε 36% από 30% το 2023).
Θετικός ήταν ο αντίκτυπος στις πωλήσεις των ξενοδοχείων – με την αύξηση ωστόσο να είναι κάπως πιο περιορισμένη (13%, σε αποπληθωρισμένους όρους) καθώς η εγχώρια ζήτηση παραμένει κυρίαρχη αυτή την εποχή του χρόνου. Ειδικότερα, το σύνολο των επιμέρους περιοχών κατάφερε να ξεπεράσει τις επιδόσεις του 2023 (με τους νησιωτικούς προορισμούς να ξεχωρίζουν θετικότερα με αύξηση +25%).
Ωστόσο, σημειώνεται ότι ο ελληνικός τουρισμός κατάφερε να ακολουθήσει μερικώς την κάθετη άνοδο της μεσογειακής αγοράς, με αποτέλεσμα το μερίδιο του να υποχωρήσει ελαφρώς (σε 2,4% από 2,7% το 2023).
Η εικόνα αυτή αποτελεί συνέχεια των επιδόσεων των υπολοίπων χαμηλής ζήτησης περιόδων, κατά τις οποίες ο ελληνικός τουρισμός επέδειξε απώλεια μεριδίων έναντι του μεσογειακού ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, εστιάζοντας στην αγορά των αλλοδαπών τουριστών κατά τη χειμερινή περίοδο, διαπιστώνεται ότι τα ελληνικά ξενοδοχεία υστερούν διαχρονικά στον αριθμό των διανυκτερεύσεων ανά άφιξη (2,5 ημέρες έναντι 3,8 κ.μ.ο. στις λοιπές μεσογειακές χώρες). Το πεδίο αυτό θα μπορούσε δυνητικά να προσφέρει μερικές «εύκολες νίκες» για τον ελληνικό τουρισμό, καθώς η αύξηση των ημερών διαμονής θα μπορούσε να προσθέσει 1,2 ποσοστιαίες μονάδες στο χειμερινό μερίδιο στη μεσογειακή αγορά (σε 3,6% από 2,4% που είναι τώρα) και περίπου 0.5 δισ. ευρώ στις ετήσιες εισπράξεις της χώρας.
Αλλαγή πλεύσης
Τα ρεκόρ αφίξεων και θερμοκρασιών, σύμφωνα με τη μελέτη, οδηγούν σε αλλαγή πλεύσης τον ξενοδοχειακό κλάδο στην Ελλάδα. Τα ⅘ των ξενοδοχείων προτάσσουν μια στρατηγική βιωσιμότητας, με στόχο τη μείωση της εποχικότητας και την ενίσχυση των εσόδων.
Ειδικότερα, το ½ του κλάδου θέτουν ως στρατηγική προτεραιότητα την αύξηση δραστηριότητας στην περίοδο χαμηλής ζήτησης, και το ⅓ τη βελτίωση του εσόδου ανά πελάτη. Μάλιστα, για την υλοποίηση των επιδιώξεων αυτών, η πλειοψηφία του τομέα υλοποιεί ή σχεδιάζει δράσεις προσαρμογής στις νέες προτιμήσεις ζήτησης ενώ παράλληλα παρέχει πρόσθετες υπηρεσίες στους πελάτες (κυρίως οι ηπειρωτικοί προορισμοί).
Πηγή dealnews.gr