Ερευνητές στο Mount Sinai δημιούργησαν μια νέα μονάδα μέτρησης για να υπολογίσουν την επιβάρυνση, ή την έκθεση ενός ατόμου στα «παντοτινά χημικά» γνωστά και ως PFAS.
Σε σχετικό άρθρο που δημοσιεύθηκε στο «Environmental Health Perspectives», η ομάδα αναφέρει ότι το εξελιγμένο αυτό εργαλείο θα μπορούσε να βοηθήσει τους επιδημιολόγους και τους ερευνητές που μετρούν συστηματικά τα επίπεδα έκθεσης σε αυτή την κατηγορία χημικών ουσιών και οι οποίες έχουν συσχετιστεί με υψηλή χοληστερόλη, ηπατική βλάβη, θυρεοειδοπάθεια και ορμονικές διαταραχές.
«Υπάρχουν λίγες υπάρχουσες μέθοδοι για την ποσοτικοποίηση της συνολικής επιβάρυνσης της έκθεσης σε PFAS που συναντάμε στην καθημερινότητά μας», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας Σέλεϊ Λιού, επίκουρη καθηγήτρια στο Κέντρο Βιοστατιστικής, Τμήμα Επιστήμης και Πολιτικής για την Υγεία του Πληθυσμού, Icahn School of Medicine στο Mount Sinai.
«Για πρώτη φορά αναπτύξαμε έναν υπολογιστή έκθεσης στα PFAS που λαμβάνει υπόψη τα πρότυπα έκθεσης σε πολλές χημικές ουσίες PFAS και όχι μόνο τις μεμονωμένες συγκεντρώσεις χημικών ουσιών, στις οποίες επικεντρώνονται οι τρέχουσες μέθοδοι. Ως αποτέλεσμα, αυτό το ισχυρό εργαλείο θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά χρήσιμο για τη βιοπαρακολούθηση, καθώς και για την εκτίμηση κινδύνων για ασθένειες και την υγεία».
Οι υπερφθοριωμένες αλκυλιωμένες ουσίες (PFAS), οι οποίες περιλαμβάνουν πάνω από 4.700 χημικές ουσίες, χρησιμοποιούνται ευρέως και συσσωρεύονται με την πάροδο του χρόνου στο περιβάλλον αλλά και στο ανθρώπινο σώμα. Οι ουσίες αυτές είναι γνωστές και ως «παντοτινά χημικά» επειδή είναι εξαιρετικά ανθεκτικές όταν βρίσκονται στο περιβάλλον και στους οργανισμούς. Μπορούν επίσης να προκαλέσουν προβλήματα υγείας όπως βλάβη στο ήπαρ, παθήσεις του θυρεοειδούς, παχυσαρκία, προβλήματα γονιμότητας και καρκίνο.
Οι ερευνητές στο Mount Sinai χρησιμοποίησαν εθνικά δεδομένα βιοπαρακολούθησης από την Εθνική Έρευνα για την Υγεία και τη Διατροφή για να υπολογίσουν τη βαθμολογία επιβάρυνσης από την έκθεση σε αυτές τις ουσίες, χρησιμοποιώντας τη θεωρία απόκρισης στοιχείων. Συγκεκριμένα, χρησιμοποίησαν συγκεντρώσεις ορού από οκτώ κοινές χημικές ουσίες PFAS που ελήφθησαν από ενήλικες και παιδιά. Συνδυάζοντας τις συγκεντρώσεις των βασικών βιοδεικτών ενός συμμετέχοντα με τον ευρύτερο πρότυπο έκθεσης, δηλαδή τη σχετική έκθεσή του σε άλλους βιοδείκτες PFAS, οι ερευνητές ήταν σε θέση να εκτιμήσουν ένα συνολικό φορτίο έκθεσης σε PFAS.
«Διαπιστώσαμε ότι η μέθοδός μας επιτρέπει συγκρίσεις μεταξύ μελετών, του φορτίου έκθεσης σε χημικές ουσίες, ακόμη και αν αυτές δεν μετρούν το ίδιο σύνολο χημικών ουσιών, γεγονός που υποστηρίζει την εναρμόνιση μεταξύ μελετών και κοινοπραξιών», εξήγησε η δρ Λιού.
Χάρη σε αυτό το εργαλείο, οι επιστήμονες μπορούν να συμπεριλάβουν βιοδείκτες έκθεσης με χαμηλές συχνότητες εντοπισμού ή ανίχνευσης και να μειώσουν τα σφάλματα μέτρησης της έκθεσης, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις συγκεντρώσεις ενός συμμετέχοντα όσο και την εκτιμώμενη επιβάρυνσή του από την έκθεση σε χημικές ουσίες.
«Αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, την εξέταση διάφορων πληθυσμών για να προσδιοριστεί εάν υπάρχουν διαφορές στην επιβάρυνση έκθεσης μεταξύ φυλετικών/εθνοτικών ή κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων, ή εάν η επιβάρυνση έκθεσης είναι η ίδια μεταξύ των ανθρώπων στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στον Καναδά. Θα μπορούσαμε επίσης να εξετάσουμε διάφορα φυσιολογικά συστήματα και αποτελέσματα για την υγεία -όπως καρδιομεταβολικά, ορμονικά και ανοσοποιητικά- για να δούμε ποια από αυτά διαταράσσονται περισσότερο από την έκθεση σε χημικές ουσίες PFAS. Αυτό το φάσμα εφαρμογών μας οδηγεί πολύ πέρα από οτιδήποτε είναι σήμερα διαθέσιμο στον τομέα της υγείας του πληθυσμού».
ΠΗΓΗ: Medicalxpress