Γράφει η Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου
Δεν αποτελεί παρά κοινό τόπο το γεγονός ότι η Ελλάδα βιώνει μια οικονομική κρίση η οποία την έχει γονατίσει και η οποία όχι μόνο κάνει την ίδια την χώρα (πολίτες και πολιτικούς) να χάνει την πίστη στον εαυτό της, αλλά για έναν λόγο παραπάνω την Ευρώπη και το εξωτερικό να την βλέπει με καχυποψία.
Τα capital controls, οι πολλοί και χωρίς ουσία φόροι, η έλλειψη επενδύσεων αποτελούν κοινούς τόπους, ιδέες και ερεθίσματα που έρχονται στον νου όλων, όταν σκέφτονται ή συζητούν για την περιρρέουσα κατάσταση.
Γράφω, όμως, κοινωνικά και σε έναν βαθμό πολιτικά. Εκτιμώ απεριορίστως τους οικονομολόγους και το αντικείμενό τους για να κάνω την ανάλυση που οι ίδιοι πραγματώνουν καλύτερα.
Για τον λόγο αυτό, μια «πτώχευση» – όπως εισάγεται το θέμα από τον τίτλο- με όλα όσα συνεπάγεται δεν θα με έκανε ποτέ να σταθώ στην καθαρά οικονομική έννοια παρά θα με οδηγούσε νοητικά σε μια πιο διασταλτική συνθήκη.
Τι σημαίνει αυτό: Η πτώχευση με την στενή οικονομική της σημασία είναι η κατάσταση κατά την οποία μια επιχείρηση (ή κράτος) αδυνατεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις και η οποία ανακοινώνεται έννομα. (πχ μέσω δικαστικής απόφασης ή εξαγγελίας)
Ευτυχώς, η Ελλάδα δεν τα έχει «καταφέρει» να φτάσει σε αυτό το σημείο. Οψόμεθα.
Οπότε μέχρις εδώ, η απάντηση στην ερώτηση που τέθηκε εξ αρχής είναι: «Όχι, κυρία μου, δεν (ε)πτωχεύσαμε!»
Δεκτό.
Εκτός από την περίπτωση που μια πτώχευση, μια φτώχεια, οριστεί αλλιώς.
Στενά όντως ό, τι αφορά την φτώχεια σχετίζεται με τα χρήματα, τους πόρους. Σε συνδυασμό, όμως, με μια πνευματικού είδους φτώχεια και σε μια ευρεία προσέγγιση (που – κακά τα ψέματα- ταιριάζει ως μέθοδος πολύ περισσότερο σε μακροοικονομικού περιεχομένου προσεγγίσεις) προκύπτει ένας ορισμός με δύο σκέλη:
Α) φυσικά αγαθά
Β) πνευματικά αγαθά
Τα πρώτα, όπως ειπώθηκε και πριν, είναι σίγουρα λιγοστά χωρίς, ωστόσο, να έχουμε εκπέσει πλήρως.
Ας μιλήσουμε για τα δεύτερα: Έχουν πολλές μορφές, με την βασικότερη να μεταφράζεται σε «έλλειψη παιδείας». Η έλλειψη της επικοινωνίας και επαρκούς συνεννόησης, η ευρύτερη τάση του ελληνικού λαού να πολώνεται και να αποκτά έχθρες στην πρώτη δυσκολία, οι ανούσιες τοποθετήσεις και πράξεις καταδεικνύουν πράγματι μια ευρεία σύγχυση που ξεκινά από το ατομικό και καταλήγει σε μαζικό επίπεδο.
Θα δανειστώ εκείνη την εξαιρετική μέθοδο του Μάσλοου με την ιεράρχηση των αναγκών:
Α) Βασικές Ανάγκες:
1. Επιβίωση (ένστικτα)
2. Ασφάλεια
Β) Ανώτερες Ανάγκες:
1. Αγάπη και αίσθηση του ανήκειν
2. Εκτίμηση
3. Αυτοπραγμάτωση
Πρώτη παραδοχή: Η κάθε ανάγκη υποβοηθά την άλλη. Πρόκειται για αλυσίδα με βάση την οποία αν ο ένας κρίκος δεν τίθεται σε σωστή ή καθόλου λειτουργία τότε και οι υπόλοιποι δεν τίθενται σε σωστή ή καθόλου λειτουργία.
Δεύτερη παραδοχή: Οι ανώτερες ανάγκες είναι περισσότερες ποσοτικά από τις βασικές χωρίς βεβαίως να είναι οι μεν πιο σημαντικές/ ουσιαστικές από τις δε και το αντίθετο.
Το βασικότερο όλων είναι πως η ιεράρχηση αυτή του Μάσλοου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απάντηση στην ερώτηση που τέθηκε.
Και ναι, υπό αυτή την οπτική, έχουμε πτωχεύσει. Και έχουμε πτωχεύσει σε βάθος. Διότι με οικονομική πρόοδο (ή χωρίς), πάλι οι ίδιοι θα ήμασταν, όπως και είμαστε. [Ίσως με λίγη περισσότερη προσποίηση και τάχα πνευματικότητα, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά.]
Αν θέλουμε, λοιπόν, πραγματικά να κάνουμε κάτι για αυτή την χώρα, αυτό είναι να εξελίξουμε τους εαυτούς μας και στην συνέχεια να εξελίξουμε τις μικρές κοινωνικές ομάδες στις οποίες συμμετέχουμε με εκείνα όλα τα στοιχεία που θα οδηγήσουν στην ανασύσταση της μεγάλης εκείνης κοινωνίας που είναι η χώρα μας. Και φυσικά, είναι απείρως πιο ουσιαστικό να ψάξουμε για το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο παρά για τον μέγιστο κοινό διαιρέτη.
Καθόλου απλό, μα ίσως η μεγαλύτερή μας ανάγκη την δεδομένη στιγμή.