Γιατί το ελληνικό χρέος είναι διαχειρίσιμο τα επόμενα χρόνια, εξηγεί ο Rolf Strauch, επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου. Τάσσεται υπέρ της στήριξης τώρα, αλλά κατά σε μακροπρόθεσμα βάρη στον προϋπολογισμό. Ζητά σταδιακή επιστροφή στους στόχους για τα πλεονάσματα.
Αν και η πανδημία έχει οδηγήσει σε αύξηση του ελληνικού χρέους και τους μακροπρόθεσμους κινδύνους, δεν διανύουμε μια ακόμα κρίση χρέους, γράφει σε άρθρο του ο Rolf Strauch, επικεφαλής οικονομολόγος του ESM, του μεγαλύτερου δηλαδή δανειστή της χώρας μας.
Η Ελλάδα, γράφει, βγήκε περισσότερο ανθεκτική από την προηγούμενη κρίση χρέους. Προχώρησε σε σειρά μεταρρυθμίσεων, περιλαμβανομένης της δημιουργίας περισσότερο αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης, της απλοποίησης των αδειοδοτήσεων και της διευκόλυνσης του εμπορίου. Ως αποτέλεσμα, η χώρα ήταν πιο ανθεκτική στο ξεκίνημα της πανδημίας απ’ ό,τι στο ξεκίνημα της κρίσης χρέους. Οι προηγούμενες δημοσιονομικές προσπάθειες, αν και αρκετά επώδυνες, επέτρεψαν στη χώρα να μπει στην πανδημία με πολύ υγιή θέση σε όρους προϋπολογισμού. Αυτό επέτρεψε στην κυβέρνηση να πολεμήσει την υφιστάμενη κρίση με αντίμετρα που αντιστοιχούν σε περίπου 9,4% του ΑΕΠ για το 2020 και 6,5% του ΑΕΠ για το 2021.
Η δομή του ελληνικού χρέους έχει βελτιωθεί πολύ, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των πολύ ευνοϊκών όρων που έχουν τα δάνεια του ESM και του EFSF και τη διαχείριση που έγινε με βάση τα προγράμματα του ταμείου διάσωσης. Ο ESM έχει το 55% του ελληνικού δημόσιου χρέους με μέση ωρίμανση τα 31 χρόνια, πολύ περισσότερη από το υπόλοιπο χρέος. Εξαιτίας δε των πολύ χαμηλών επιτοκίων που εξασφάλισε η πιστοληπτική ικανότητα του Ταμείου (ΑΑΑ), το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης αυτών των δανείων είναι χαμηλότερο απ’ ό,τι για το σύνολο του χρέους.
Όπως πολλές άλλες χώρες, συνεχίζει ο οικονομολόγος, η Ελλάδα επωφελείται από το ότι διάγουμε μια περίοδο χαμηλών επιτοκίων, η οποία οδηγεί σε πολύ ευνοϊκές χρηματοδοτικές συνθήκες. Ιστορικά, τα χαμηλά επιτόκια έχουν μειώσει το κόστος εξυπηρέτησης, τόσο ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης όσο και ως ποσοστό των εσόδων από τη φορολογία. Υπό πολλές οπτικές, αυτός είναι ένας νέος κόσμος για τις αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους. Όπως έχουμε πει στο παρελθόν, συνεχίζει, η προσοχή είναι λιγότερο στη σχέση χρέους/ΑΕΠ και περισσότερο στις ροές στον προϋπολογισμό και στους κινδύνους μετακύλισης.
Η γενική μείωση των επιτοκίων και η συρρίκνωση του risk premia έχει περιορίσει το πραγματικό (effective) επιτόκιο για το ελληνικό χρέος από το 7,3% το 2000 σε περίπου 1,5% το 2020. Η Ελλάδα «κλειδώνει» το σημερινό χαμηλό επιτόκιο επεκτείνοντας τις ωριμάνσεις στις εκδόσεις ομολόγων και μέσω swaps.
Σε αντίθεση, σημειώνει, με την κατάσταση κατά την περίοδο της κρίσης χρέους, η Ελλάδα έχει σήμερα ευρεία πρόσβαση στα μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και αυτό μειώνει περαιτέρω το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Το τελευταίο είναι επιλέξιμο στα προγράμματα της κεντρικής τράπεζας.
Ο Rolf Strauch κάνει αναφορά στις νέες μορφές ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης από το οποίο η χώρα μας θα λάβει στήριξη που αντιστοιχεί σε περίπου 17,8% του ΑΕΠ αλλά και τις υπόλοιπες κοινές δράσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας (SURE κ.λπ.).
Τόσο ο προϋπολογισμός όσο και το χρέος δείχνουν διαχειρίσιμα τα επόμενα χρόνια, επισημαίνει. Ωστόσο το χρέος απλώνει μια μακρά σκιά, η οποία προκαλεί επίμονες προκλήσεις και κινδύνους. Τα μελλοντικά επιτόκια, η πίεση στον προϋπολογισμό και η αδύναμη ανάκαμψη μπορεί να οδηγήσουν σε υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης και ανάγκη αναχρηματοδότησης. Η διατήρηση δημοσιονομικής ισχύος και, κυρίως, η προώθηση της ανάπτυξης είναι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις.
Η Ελλάδα, γράφει, πρέπει να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των αγορών εν μέσω λιγότερο ευνοϊκών μακροπρόθεσμων συνθηκών χρηματοδότησης. Όταν προσαρμοστεί η πολιτική της ΕΚΤ και οι αγορές τίτλων περιοριστούν, το «ρίσκο χώρας» θα παίξει ξανά μεγαλύτερο ρόλο στο κόστος χρηματοδότησης. Τα επιτόκια κάποια στιγμή θα αυξηθούν, επισημαίνει, και η Ελλάδα εντέλει θα πρέπει να επανακτήσει την ισχυρή δημοσιονομική της θέση και να δημιουργήσει δημοσιονομικά περιθώρια. Αυτή τη στιγμή, η μάχη για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας είναι πρώτη προτεραιότητα. Τα μέτρα στήριξης πρέπει να είναι προσωρινά και να αποφευχθεί η δημιουργία μόνιμων πιέσεων στον προϋπολογισμό και να μπορούν σταδιακά να αρθούν ή να προσαρμοστούν καθώς η ανάκαμψη αποκτά μομέντουμ. Η δημιουργία θέσεων εργασίας και η ανάπτυξη των επιχειρήσεων θα πρέπει να αντικαταστήσουν τα προσωρινά μέτρα. Η βελτίωση της ποιότητας σε ό,τι αφορά τις δημόσιες δαπάνες θα παίξει σημαντικό ρόλο σε αυτή τη φάση.
Όταν η ανάκαμψη επιταχύνει, η Ελλάδα θα πρέπει να επιστρέψει στους δημοσιονομικούς στόχους που συμφωνήθηκαν με τους δανειστές, αν οι δημοσιονομικές προσαρμογές δεν παγιώσουν τις οικονομικές πληγές της πανδημίας. Η μακροπρόθεσμη στόχευση της Ελλάδας για ισχυρή δημοσιονομική θέση στο πλαίσιο των κανόνων της ΕΕ θα δημιουργήσει δημοσιονομικό μαξιλάρι που θα αποτρέψει από το να διολισθήσει η χώρα σε ένα περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης σε περιόδους μελλοντικών κρίσεων και σύσφιξης στις αγορές. Αυτό το περιθώριο θα δώσει στην Ελλάδα ουσιαστική εμπιστοσύνη των αγορών.
Το να εξασφαλιστεί υψηλή δυνητική ανάπτυξη είναι βασική πρόκληση για την Ελλάδα, συνεχίζει. Αν και οι αναπτυξιακές προοπτικές βελτιώθηκαν από τις μεταρρυθμίσεις, η πανδημία μπορεί να αφήσει σημάδια, δεδομένου ότι η χώρα στηρίζεται στον τουρισμό, που επλήγει σφοδρά, αλλά και σε άλλους τομείς υπηρεσιών που μπορεί στο κοντινό μέλλον να μην επιστρέψουν στα προ πανδημίας επίπεδα.
Οι επιδοτήσεις 18,2 δισ. ευρώ που θα λάβει η χώρα ως τμήμα του Ταμείου Ανάκαμψης μαζί με την εθνική στρατηγική θα βοηθήσουν, εκτιμά ο οικονομολόγος. Οι προσπάθειες της χώρας και της Ευρώπης μπορούν να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους τα επόμενα χρόνια. Η διατήρηση της δημοσιονομικής ισχύος και η προώθηση της αναπτυξιακής δυναμικής με την καλύτερη δυνατή χρήση των πόρων είναι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσει η χώρα τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις.
Πηγή: Euro2day.gr