Γράφει η Αλκυόνη Χριστοδουλάκη
Δοκιμαζόμαστε πολύ οι Έλληνες τελευταία… Παλεύουμε καθημερινά για τα δικαιώματά μας, τα μεροκάματά μας, το φαγητό μας, τη ζωή μας. Το πιο θλιβερό της υπόθεσης αυτής είναι πως έχουμε φτάσει σε ένα «σημείο σταθμό» όπου παλεύουμε για να διατηρηθεί μέσα μας η ανθρωπιά κι η αλληλεγγύη. Αυτή η ζεστασιά που πάντα ρίζωνε βαθιά μέσα στις ψυχές μας και μας ένωνε. Πλέον αρκετά συχνά, ερχόμαστε αντιμέτωποι με εκείνη την πλευρά μας και την πλευρά των άλλων που λαχταράμε να απαρνηθούμε. Εκείνη την αποξένωση, τα κενά μάτια τη στιγμή που αντικρίζουμε τη δυστυχία των συνανθρώπων μας, με μοναδική προτεραιότητα τον εαυτό μας.
Πρόσφατα μια απλή, καθημερινή και μοναδική εμπειρία με έκανε να θυμηθώ όσα πολλοί έχουμε λησμονήσει. Να θυμηθώ πως υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν μέσα στις δυσκολίες της δικής τους ρουτίνας να γίνουν μια παρέα, μια οικογένεια και να χαμογελάσουν με φίλους και ξένους κρατώντας ένα ποτήρι κρασί.
Σε ένα χωριό της Κρήτης, λίγο έξω από το Ρέθυμνο, βρίσκεται αυτό το γραφικό εστιατόριο, «Ο Αλέκος» και ξαφνικά από την επιθυμία μας να φάμε βραδινό, περάσαμε το κατώφλι και μπήκαμε σπίτι μας. Σε αυτή την καθημερινή μάχη των μικρών επιχειρήσεων με τη μάστιγα της οικονομικής κρίσης που πασχίζει να τις εξαφανίσει, γνωρίσαμε ένα μαγαζί που συνεχίζει με χαμόγελο, έναν ιδιοκτήτη που σε δέχεται στο δικό του το «σπίτι» ερχόμενος κοντά σου να σε καλωσορίσει και για τη διάρκεια ενός γεύματος να σε πάρει μαζί του σε μια διαφορετική πραγματικότητα, χωρίς παράπονα, χωρίς δυσκολίες, σε μια πραγματικότητα όπου οι παραδοσιακές κρητικές γεύσεις και η αυθεντική ψυχή είναι οι μοναδικές σου έγνοιες.
Ένα μαγαζί που λειτουργεί από το 1932 και δοκιμάζεται από τότε, ένα μαγαζί που ξεκίνησε την πολύχρονη πορεία του ως καφενείο και πέρασε την κατοχή και περνάει την κρίση με δύναμη ψυχής. Όταν μάθαμε πως το εστιατόριο αυτό έχει τιμηθεί με Βραβεία Ελληνικής Κουζίνας από τους Χρυσούς Σκούφους ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη μας. Όχι με δεδομένο μας το –χωρίς καμία υπερβολή- αφοπλιστικά γευστικό φαγητό, αλλά διότι δύσκολα συναντάει κανείς κάποιον καταξιωμένο και βραβευμένο επαγγελματία που έχει καταφέρει να αποδεσμευτεί από την οποιαδήποτε αλαζονεία και να παραμένει ο ίδιος άνθρωπος που μόχθησε και αγάπησε τη δουλειά του.
Γνωρίσαμε το Σήφη Φραγκιαδάκη, τον ιδιοκτήτη, την κυρία Βαγγελιώ τη μαγείρισσα – θεία Βαγγελιώ όπως τη φωνάζουν-, τη Βαγγελιώ και την Ιλιάνα που σέρβιραν και φυσικά τον κύριο Αλέκο, τον πατέρα του Σήφη που ανοίγει τα ξημερώματα το μαγαζί και πίνει τον ελληνικό του με τους πρωινούς επισκέπτες. Μας δέχτηκαν όχι σαν πελάτες του εστιατορίου αλλά σαν παλιούς φίλους που επέστρεφαν από μακριά και κάθισαν μαζί μας και ήπιαμε παρέα μια τσικουδιά…
Κοιτάζοντας γύρω ήταν αδύνατο να μην προσέξει κανείς το γάμο της παράδοσης με τους σύγχρονους ρυθμούς. Ένας χώρος δημιουργημένος με μεράκι, έτοιμος να δεχτεί τον κάθε ταξιδιώτη, ένας χώρος όπου έτρωγαν παρέα οι χωριανοί με τους Ρώσους και Βραζιλιάνους τουρίστες, μια ποικιλομορφία που είχε ένα ιδιαίτερο κοινό χαρακτηριστικό. Τα χαμόγελα και τη ζεστασιά στα πρόσωπα όλων και τα άδεια πιάτα στα τραπέζια μετά από το υπερπλήρες φαγοπότι.
Αυτά είναι η ελπίδα μας. Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που σε κοιτάζουν με άλλα μάτια, υπάρχουν και μέσα στον καθένα μας αυτοί οι άνθρωποι που δίνουν πριν ζητήσουν οτιδήποτε και σε αποδέχονται. Αρκεί να μην ξεχνάμε κάθε πρωί που σηκωνόμαστε να τους ξυπνάμε κι εκείνους από μέσα μας και να ανοίγουμε τα παραθυρόφυλλα.
Πέρα από τα μαθήματα γεύσης που θα μπορούσε να παραδίδει το μαγαζί σε κάθε επίδοξο νέο σεφ, παρέδωσε σε όλους μας τα κυριότερα μαθήματα ζωής.
Θα μείνει αξέχαστη η κουβέντα που είπε ο Σήφης: «Θέλουμε όταν κάποιος κάθεται και τρώει στο μαγαζί μας να θυμάται το φαγητό της γιαγιάς του».