Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Πρόσφατα η Εθνική Τράπεζα ανακοίνωσε ότι συνάπτει σύμβαση με την Εθνική Τράπεζα του Κατάρ (QNB) για την πώληση του 99,81% των μετοχών της στη Finansbank προς συνολικό τίμημα ύψους 2,75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Είναι μία κίνηση που έχει μελετηθεί προσεκτικά και υπολογίζεται πως θα φέρει ρευστότητα στην Τράπεζα.
Αναλυτικότερα, στις 21 Δεκεμβρίου 2015, το Διοικητικό Συμβούλιο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. ενέκρινε την πώληση της συμμετοχής της ΕΤΕ (99,81% των μετοχών) στη Finansbank A.Ş., σε συνδυασμό με άλλες άμεσες ή έμμεσες μειοψηφικές συμμετοχές στην Εθνική Τράπεζα του Κατάρ. Το συμφωνημένο τίμημα για τη συναλλαγή ανέρχεται σε 2.750 εκατομμύρια ευρώ. Επίσης, η QNB θα αποπληρώσει με την ολοκλήρωση της συναλλαγής το χρέος μειωμένης εξασφάλισης ύψους 910 εκατομμυρίων δολαρίων, της Finansbank προς την ΕΤΕ, αυξάνοντας έτσι τη ρευστότητα του Ομίλου ΕΤΕ κατά περίπου 3,5 δισ. ευρώ συνολικά.
Μετά την ολοκλήρωση της Συναλλαγής, ο proforma δείκτης CET1 της ΕΤΕ για το 3ο τρίμηνο του 2015 θα αυξηθεί κατά περίπου 600 μονάδες βάσης σε 19,6% μη συμπεριλαμβανομένων των μετατρέψιμων ομολογιών (CoCos). Μαζί με τα CoCos θα ανέρχεται σε 24,6%. Επίσης, η κεφαλαιακή ενίσχυση θα συμβάλει στην αποπληρωμή της κρατικής ενίσχυσης ύψους Euro2δισ. που έλαβε η ΕΤΕ με τη μορφή ομολόγων ESM μέσω της έκδοσης των CoCos στις 9 Δεκεμβρίου 2015, κατόπιν έγκρισης από τον SSΜ.
Παράλληλα, όπως τονίζεται σε ανακοίνωση, με τη διατήρηση της ηγετικής της θέσης από πλευράς ρευστότητας μεταξύ των Ελληνικών τραπεζών (δείκτης εγχώριων δανείων προς καταθέσεις 96%), η ΕΤΕ θα αξιοποιήσει τη ρευστότητα που θα δημιουργηθεί από τη Συναλλαγή για να μειώσει σημαντικά τα έξοδα χρηματοδότησής της μέσω της αποπληρωμής των ομολόγων του πυλώνα ΙΙ και τη σχετική μείωση της έκθεσης της Τράπεζας στον ELA.
Η πώληση της Finansbank, επισημαίνεται στην ανακοίνωση, επιβεβαιώνει τη δέσμευση της Διοίκησης της ΕΤΕ να εφαρμόσει με συνέπεια το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Τράπεζας καθώς και τη μακροπρόθεσμη στρατηγική να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τα κεφάλαιά της προς όφελος της ελληνικής οικονομίας, και να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην ανάκαμψη της χώρας.
Ο Λεωνίδας Φραγκιαδάκης, Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΤΕ, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Έπειτα από σχεδόν 10 χρόνια επιτυχούς παρουσίας στην Τουρκία, η ΕΤΕ αποεπενδύει από τη Finansbank ώστε να πραγματοποιήσει τη δέσμευσή της προς τους μετόχους της και τις ευρωπαϊκές αρχές. Με την ολοκλήρωση της συναλλαγής αυτής, η ΕΤΕ θα είναι η ισχυρότερη τράπεζα στην ελληνική τραπεζική αγορά από πλευράς κεφαλαίων και ρευστότητας. Στόχος μας είναι να κατευθύνουμε, από νέα βάση, τους πόρους μας προς την ανάταση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα. Χαίρομαι που ο νέος ιδιοκτήτης της Finansbank, η Εθνική Τράπεζα του Κατάρ, έχει μακροπρόθεσμο στρατηγικό ενδιαφέρον για την Τουρκία, και θα συνεχίσει να αναπτύσσει και να ενισχύει την τράπεζα».
Η ολοκλήρωση της Συναλλαγής υπόκειται στην έγκριση των εξής φορέων: (i) του Εποπτικού Φορέα των Τουρκικών Τραπεζών (BRSA), (ii) της Κεντρικής Τράπεζας του Κατάρ, (iii) του Συμβουλίου Ανταγωνισμού της Τουρκίας, (iv) της Επιτροπής της Τουρκικής Κεφαλαιαγοράς και (v) του Τουρκικού Υπουργείου Οικονομικών.
Η Goldman Sachs International και η Morgan Stanley & Co. International plc, ενεργούν εν κοινώς οικονομικοί σύμβουλοι για την ΕΤΕ. Η Freshfields Bruckhaus Deringer, ενεργεί ως νομικός σύμβουλος για την ΕΤΕ.
-Η συμμετοχή της ΕΤΕ περιλαμβάνει (i) συμμετοχή 0,2% στη Finans Yatırım Menkul Değerler A.Ş. (“Finans Invest”) (99,6% κατέχει η Finansbank και 0,2% η Finans Leasing), (ii) συμμετοχή 0,02% στη Finans Portföy Yönetimi A.Ş. (“Finans Portfolio Management”) (99,6% κατέχει η Finans Invest και 0,01% η Finansbank και η Finans Leasing), καθώς και συμμετοχή 29,87% στη Finans Leasing.
-Συναλλαγματική αξία: Τουρκική Λίρα 3,3903 = EUR 1 κατά τις 30 Σεπτεμβρίου 2015).
Η πώληση της Finansbank (θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας στην Τουρκία) είναι στρατηγική επιλογή της Εθνικής Τράπεζας, που βασίστηκε σε προσεκτική ανάλυση των χρηματοοικονομικών δεδομένων και αξιολόγηση της τουρκικής αγοράς.
Η ολοκλήρωση της συμφωνίας σε τιμή που κινείται στο επίπεδο της λογιστικής αξίας της τράπεζας (book value) είναι απολύτως ικανοποιητική βάσει και της αρχικής στοχοθεσίας της Τράπεζας, καθώς προσφέρει σημαντική ρευστότητα ύψους 3,5 δισ. ευρώ, η οποία θα διοχετευθεί προς τη χρηματοδότηση ελληνικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών και θωρακίζει τη φερεγγυότητα και την κεφαλαιακή επάρκεια της ΕΤΕ
Με την ολοκλήρωση της συμφωνίας, η διοίκηση της Εθνικής κινείται αποφασιστικά ώστε να είναι συνεπής στις δεσμεύσεις της στους μετόχους της και τις ευρωπαϊκές αρχές, ενώ επιτρέπει στην ΕΤΕ να παραμείνει προσηλωμένη στους στόχους της στρατηγικής που έχει καταρτίσει για την αναπτυξιακή πορεία της ίδιας, αλλά και την ενίσχυση της Ελληνικής οικονομίας.
Πιο συγκεκριμένα, με την ολοκλήρωση της συναλλαγής η ΕΤΕ θα μπορέσει να:
– Προχωρήσει με την αποπληρωμή του μεγαλύτερου μέρους των CoCos ύψους 2 δισ. ευρώ, κίνηση που θα αποφέρει ωφέλειες ύψους περίπου 150 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.
– Δρομολογήσει την αποπληρωμή «ακριβών» Pillar 2 bonds (μη καλυμμένες ομολογίες που φέρουν την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου) και να αποδεσμευτεί σταδιακά από τον ELA, γεγονός που θα εξασφαλίσει σημαντική ευελιξία και ενισχυμένη κερδοφορία για την ΕΤΕ (περίπου 100 εκατ. ευρώ άμεσο όφελος σε ετήσια βάση).
– Αποπληρώσει σημαντικό ποσοστό των κρατικών ενισχύσεων που έχει λάβει το τελευταίο διάστημα, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευση της διοίκησης στο κατατεθειμένο και εγκεκριμένο Capital plan.
– Βελτιώσει τους βασικούς χρηματοοικονομικούς της δείκτες.
Εν κατακλείδι, η πώληση πλέον έχει ολοκληρωθεί και η Εθνική Τράπεζα ενίσχυσε την ρευστότητα της πουλώντας μία θυγατρική της μετά από προσεκτική μελέτη των χρηματοοικονομικών συνθηκών. Η ρευστότητα αυτή χρειάζεται προκειμένου να μπορέσει η τράπεζα να ενισχυθεί και να ανακτήσει την χαμένη της ισχύ, μετά από την κρίση του Ιουλίου.