Γράφει ο Ηλίας Κάτρης
Πριν από λίγες μέρες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε τις οικονομικές προβλέψεις για τις χώρες της Ευρωπαικής Ένωσης και για την Ευρωζώνη. Τα στοιχεία για τα επόμενα χρόνια όσον αφορά την ανάπτυξη, την ανεργία, την τις επενδύσεις, τον πληθωρισμό. Τα νούμερα είναι μάλλον αποκαρδιωτικά και αφήνουν ερωτηματικά σχετικά με το μέλλον των χωρών του κοινού νομίσματος.
Οι προβλέψεις για την Ευρωζώνη είναι απογοητευτικές σε σχέση με τους βασικούς ανταγωνιστές της. Η ετήσια ανάπτυξη της Ευρωζώνης προβλέπεται να είναι για τα επομενα 2-3 χρόνια κάτω του 2%, με τις βασικές οικονομίες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, να έχουν μηδενική-αναιμική ανάπτυξη, και το 2% να προέρχεται κυρίως απο τις φτωχότερες χώρες. Ο πληθωρισμός είναι μηδενικός και απογοητευτικός, καθώς απέχει έτη φωτός από το στόχο της ΕΚΤ για 2%.
Από την άλλη για τις ΗΠΑ η ετήσια ανάπτυξη προβλέπεται περι του 3% και η Κίνα τα τελευταία χρόνια, αν και υπήρξαν αμφιβολίες στις αρχές του έτους γράφει ένα success story με 7% ανάπτυξη και υψηλή ανταγωνιστικότητα.
Πολύ φοβάμαι ότι λόγω του μεταναστευτικού-προσφυγικού, του διαφαινόμενου Brexit, αλλά και των εκλογών στη Γερμανία που ενισχύουν την πολιτική εσωστρέφειας στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, οι στόχοι είναι αναπόφευκτο να αναθεωρηθούν προς τα κάτω.
Πλέον, η ΕΚΤ έχει εξαντλήσει τα περιθώρια για δράσεις. Έχει σχεδόν μηδενίσει τα επιτόκια δανεισμού, έχει προσφέρει την ποσοτική χαλάρωση για να δώσει ανάσες στις χρεωμένες οικονομίες, και ανακοίνωσε νέα επέκταση της.
Το ευρώ έτσι έχει ως συνάλλαγμα αποδυναμωθεί, έχει γίνει πιο ανταγωνιστικό, αλλά οι εξαγωγές δεν έχουν αυξηθεί αισθητά όπως θα έπρεπε. Παράλληλα η τιμή ενέργειας και πετρελαίου έχουν πέσει σε ιστορικά χαμηλά, αλλά και πάλι η παραγωγή δεν αυξήθηκε όσο θα περίμενε κανείς. Σε μια τέτοια θετική οικονομική συγκυρία η Ευρωζώνη θα έπρεπε να αναπτύσεται σε γοργότερους ρυθμούς, αλλα δυστυχώς παραμένει κολλημένη στη στασιμότητα,την εσωστρέφεια και τον καταστροφικο αποπληθωρισμό.
Η Ευρωζώνη, όταν ξέσπασε η διεθνής κρίση, δεν αντέδρασε άμεσα. Αντί να δώσει κίνητρα για επενδύσεις, να μειώσει άμεσα τα επιτόκια και να αναδιαρθρώσει τα χρέη των υπερχρεωμένων κρατών εισήγαγε προγράμματα διάσωσης (μνημόνια), σύμφωνα σταθερότητας και δέθηκε στο άρμα της γερμανικής νοοτροπίας, της λιτότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας χωρίς γενναίες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.
Αυτή η νοοτροπία οδήγησε τις χώρες του νότου σε περαιτέρω κρίση, γιατί η δημοσιονομική προσαρμογή, αν και αναγκαία, δεν μπορεί ποτέ να αποδώσει χωρίς υπερβάσεις από όλες τις πλευρές και γενναίες κινήσεις. Μπροστά στην κρίση οι ευρωπαίοι ηγέτες υπήρξαν κατώτεροι των περιστάσεων, δείλιασαν και δεν έλαβαν αποφάσεις για περαιτέρω ενοποίηση μην θέλοντας να ταράξουν το κομματικό τους ακροατήριο στο εσωτερικό των χωρών τους. Και τώρα;
Οι χώρες της Ευρωζώνης θα έπρεπε να εμβαθύνουν την ενοποίηση, τόσο δημοσιονομική όσο τραπεζική, και να προχωρήσουν πιο αποφασιστικά στον καταμερισμό των τομέων ανάπτυξης στις χώρες. Επίσης, το επενδυτικό και επιχειρηματικό κλίμα οφείλει να βελτιωθεί, όχι μέσω εσωτερικής υποτίμησης και αύξησης φόρων αλλά μέσω κινήτρων και διευκολύνσεων για επιχειρηματικότητα, για να επωφεληθούν οι νέοι επιχειρηματίες από τις τρέχουσες θετικές διεθνής συγκυρίες.
Οι χώρες του Βορρά που είναι πιο σφιχτές δημοσιονομικά θα έπρεπε ωθήσουν τους πολίτες σε λιγότερη αποταμίευση και περισσότερη κατανάλωση, ακόμα και να αυξήσουν τους μισθούς κάνοντας οριακά ελλείμματα (Γερμανία), διότι η περισσότερη κατανάλωση θα φέρει περισσότερη παραγωγή. Χρειάζεται επίσης κοινή πολιτική όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, έτσι ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα μετανάστευσης εργατικού δυναμικού από χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα. Το φορολογικό σύστημα στις χώρες θα πρέπει να συγκλίνει, γιατί μεγάλες αποκλίσεις από χώρα σε χώρα οδηγούν πολλές φορές σε μετανάστευση των εδρών των επιχειρήσεων πχ σε χώρες των Βαλκανίων. Τέλος, από κοινό ευρωπαϊκό προϋπολογισμό οι πιο αδύναμες οικονομίες θα έπρεπε να στηριχτούν παραπάνω με κεφάλαια για επενδύσεις, χωρίς όμως αυτά να δίνονται με την μορφή μνημονίου.
Η Ευρωζώνη μετά από την κρίση των τελευταίων ετών βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Είτε θα αποφασίσει να ακολουθήσει το δρόμο της ενοποίησης, να παρατάξει τις πιο παραγωγικές της δυνάμεις και να φύγει μπροστά, είτε θα συνεχίσει στο δρόμο της στείρας δημοσιονομικής προσαρμογής και στην δογματική προσήλωση στην λιτότητα και την εξυγίανση των προϋπολογισμών. Η Ευρώπη στην ιστορία υπήρξε πεδίο μεγάλων πολέμων και συγκρούσεων και το μεγάλο της επίτευγμα ήταν ότι από ήπειρος των πολέμων έγινε ήπειρος της Ειρήνης και της Ευημερίας. Πλέον, μένει να δούμε αν οι ευρωπαίοι ηγέτες θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και η Ήπειρος της Ειρήνης θα γίνει και ήπειρος της Ανάπτυξης και των ίσων ευκαιριών.