Χωρίς επιστροφή της κατοικίας, σοβαρές επενδύσεις σε κοινωνικές υποδομές (σχολεία, κ.ά.) και ουσιαστική αναβάθμιση του δημόσιου χώρου (λειτουργικά πεζοδρόμια, πάρκα, κ.λπ.) η ανάπλαση του κέντρου της Αθήνας είτε θα μείνει στα χαρτιά, είτε θα αφορά μόνο τους τουρίστες.
Αυτό είναι το συμπέρασμα από τις παρεμβάσεις τριών αρχιτεκτόνων που συμμετείχαν χθες σε συζήτηση στο πλαίσιο του συνεδρίου Prodexpo και συντόνισε η Ολγα Ίτσιου, επίσης αρχιτέκτων και τεχνική διευθύντρια της εταιρείας ανάπτυξης ακινήτων Dimand.
Οι ίδιοι συμφώνησαν, επίσης, πως για να προχωρήσει μια ουσιαστική ανάπλαση του ιστορικού κέντρου της Αθήνας απαιτείται και μια συζήτηση, στην οποία θα συμμετέχουν οι κάτοικοι, η Πολιτεία και οι επενδυτές, ώστε να διατυπωθεί ένα κοινό όραμα, κάτι που σήμερα δεν υπάρχει. Ως αποτέλεσμα βλέπουμε να γίνονται φιλόδοξες, αλλά αποσπασματικές, απόπειρες που αρκετές φορές μένουν στα σχέδια. Ταυτόχρονα, είναι γεγονός πως έπειτα από αρκετά χρόνια καταγράφεται η επιθυμία νοικοκυριών να γυρίσουν στο κέντρο καθώς η πόλη σταμάτησε να επεκτείνεται.
«Το ιστορικό κέντρο έχει προβλήματα και πεθαίνει» είπε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ASPA Design Σπύρος Τσαγκαράτος και πρόσθεσε πως «μια πόλη που το ιστορικό της κέντρο δεν είναι ζωντανό, είναι προφανές πως δεν έχει μέλλον. Το κέντρο το ξαναβρήκαμε πριν από δέκα χρόνια λόγω των τουριστών. Το είχαμε εγκαταλείψει τελείως. Με το Airbnb μάθαμε το κέντρο».
Ο ίδιος αναφέρθηκε σε μία από τις τέσσερις μεγάλες αναπλάσεις που προχωρούν ή σχεδιάζονται στην Αττική, τον Ελαιώνα, και τόνισε πως μπορεί να ξαναδώσει άλλη πνοή στο ιστορικό κέντρο, όπως και η ανάπλαση της Βαρβακείου.
«Η φυγή προς τα βόρεια ή νότια δεν είναι πλέον αυτονόητη τάση» υποστήριξε ο Νικόλας Τραβασάρος, συνιδρυτής και επικεφαλής της Divercity Architects με γραφεία στο Λονδίνο και στην Αθήνα. Όπως εξήγησε, υπάρχουν τρεις κλίμακες χειρισμού που μπορούν να οδηγήσουν σε καλύτερη ζωή στο κέντρο. Η πρώτη είναι «οι μεγάλες κοινωνικές συμφωνίες. Στρατηγική συμφωνία της κοινωνίας για το τι θα φτιάξουμε, με συμμετοχή κυβέρνησης, επενδυτών, κατοίκων. Να συμφωνήσουμε τι είναι αυτό που θέλουμε από το κέντρο». Επίσης, «χρειάζεται να δώσεις σωστές χρήσεις, όχι μονοσήμαντη ανάκαμψη όπως πρόσφατα που το κέντρο έγινε ζώνη αναψυχής». Το δεύτερο είναι «οι μεγάλες αναπλάσεις και το τρίτο είναι ο πολιτισμός της καθημερινότητας. Εκεί είναι η μεγάλη ευκαιρία. Για να αναβαθμιστεί το κέντρο πρέπει κάποιος να μπορεί να περπατήσει σε ένα κανονικό πεζοδρόμιο, να βρίσκει ένα παγκάκι που δεν είναι σπασμένο. Να συμφωνήσουμε τι σημαίνει πεζοδρόμιο, τι σημαίνει διάβαση, τι σημαίνει μέσο μαζικής μεταφοράς».
Κατά τον κ. Τραβασάρο «είναι σημαντικό να έχεις μια πόλη που βλέπεις που ζουν καλά οι ίδιοι οι κάτοικοι όπως το κέντρο της Κοπεγχάγης και άλλο το κέντρο όπως στην Πράγα ή στην Βενετία όπου το βράδυ φεύγουν όλοι επειδή έχει γίνει τουριστικό σημείο».
Ο ιδρυτής της PILA Studio, με παρουσία σε Αθήνα και Νέα Υόρκη, Ηλίας Παπαγεωργίου θεωρεί πως «η καραντίνα μας έκανε να δούμε με διαφορετικό τρόπο την πόλη. Ο κόσμος απολάμβανε γειτονιές, περιοχές, χώρους που σε διαφορετικές συνθήκες δεν θα πήγαινε. Είδαμε την αξία της καλής ποιότητας του δημοσίου χώρου και αυτό θα είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που πρέπει να σκεφτούμε αν θέλουμε να παραμείνουν δυνατότητες στο ιστορικό κέντρο».
Κατά τον κ. Παπαγεωργίου, «η καλή ποιότητα του δημόσιου χώρου θα επιτρέψει στην κατοικία να ανθίσει στο κέντρο» καθώς «για να έχουμε λειτουργικό κέντρο πρέπει να υπάρχει και κατοικία, όχι μόνο ξενοδοχεία. Πρέπει να υπάρχει κόσμος που μένει και δουλεύει στο κέντρο της πόλης». Γι’ αυτό το λόγο «πέρα από μεγάλες και εμβληματικές αναπλάσεις είναι σημαντικότερο τι μπορεί να γίνει σε μικροκλίμακα, οικοδομικού τετραγώνου, πεζοδρομίου. Πρόκειται για στοιχεία που σήμερα υποφέρουν και κάνουν δύσκολη τη ζωή των πολιτών στο κέντρο». Ο ίδιος τόνισε πως κατά τη διάρκεια της καραντίνας είδαμε και πολλά κτίρια στο κέντρο να αδειάζουν ακόμα και σε πυκνοδομημένες περιοχές όπως η Γερανίου, κ.λπ. Για αυτό το λόγο ενδεχομένως πρέπει «να σκεφτούμε το χώρο της πόλης αφαιρώντας κάποια κομμάτι όχι προσθέτοντας».
Οι άλλες αναπλάσεις στην Αττική
Η κα Ίτσιου είπε πως η Αθήνα βρίσκεται σε φάση μετασχηματισμού με τέσσερις μεγάλες αναπλάσεις μπροστά μας: Το Ελληνικό και το παραλιακό μέτωπο που αυτή τη στιγμή μετράει πολλά έργα υπό σχεδιασμό ή υπό εκτέλεση, τον Αγιο Διονύσιο και τον Πύργο στον Πειραιά, τον Βοτανικό και το ιστορικό κέντρο.
«Στο παράκτιο μέτωπο γίνονται πολλές παρεμβάσεις χωρίς να υπάρχει παρέμβαση στο δημόσιο χώρο που να τις συνδέει» εξήγησε ο κ. Τσαγκαράτος που θεωρεί πως ο πεζόδρομος / ποδηλατόδρομος από τον Πειραιά μέχρι τον Αστέρα Βουλιαγμένης μπορεί να κάνει αυτή τη σύνδεση. «Πρέπει να κάνουμε αναπλάσεις μέσα από τις οποίες θα παράγουμε κάτι νέο» είπε ο Νικ. Τραβασάρος, ώστε «να βγει μια νέα αφήγηση για την πόλη, να βρούμε την καινούργια ιστορία που θα πούμε καθώς μαζευόμαστε ξανά εντός των ορίων. Πρέπει να βρούμε κάτι να πούμε που θα είναι θελκτικό προς τους κατοίκους και μετά θα γίνει και για τους υπόλοιπους. Ελπίζω πως με τις αναπλάσεις δεν θα απευθυνθούμε μόνο στους τουρίστες».
Κατά τον κ. Τραβασάρο «στην Ελλάδα τα πράγματα έχουν ένα χρόνο που παίρνουν και χάνεται το momentum. Κάτι που ξεκινά αφορά τις συνθήκες μιας εποχής αλλά φτάνει να υλοποιείται σε εποχή που έχουν παρέλθει οι αρχικές συνθήκες! Επιπόλαιες αποσπασματικές κινήσεις κάνουν ζημιά αλλά να μη χρειαζόμαστε 20 χρόνια για να αποφασίσουμε αν θα προχωρήσουμε σε κάτι».
Για τις αναπλάσεις είπε πως «η μεγάλη κλίμακα έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα στον κόσμο» και αναφέρθηκε στο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος που «άλλαξε τη νοοτροπία για το δημόσιο χώρο, υπάρχει ένας χώρος που οι άνθρωποι αισθάνονται περήφανοι. Το Λονδίνο έχει μεγάλες περιοχές που πάει ο κόσμος και περνάει χρόνο και νιώθει πως του ανήκει και ξαφνικά βλέπω να συμβαίνει το ίδιο στο Κέντρο Πολιτισμού Στ. Νιάρχος».
«Θα ήταν πολύ σημαντικό για όλες τις αναπλάσεις να υπάρχει σύνδεσή τους όχι μόνο πρακτικά / λειτουργικά αλλά και εννοιολογικά, ως όραμα, προς τα που θέλουμε να πάει η πόλη» πρόσθεσε ο κ. Παπαγεωργίου. «Μου λείπει το πως θα μπορούσα δω όλα αυτά τα διαφορετικά έργα ως ενιαία. Πως θα φανταζόμαστε την πόλη να λειτουργεί σε 20 χρόνια από τώρα. Έτσι μακροπρόθεσμα θα πάρουμε όλοι μαζί συμμετοχή στη διαμόρφωση αυτού του οράματος και στο πως συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση το κάθε έργο. Πρέπει στην κουβέντα να μπουν και μεγάλα ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, η σύνδεση πόλης με το περιβάλλον της όπως η θάλασσα και τα μεγάλα βουνά που την περιβάλλουν».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο euro2day.gr