Σε μία πρόσφατη μελέτη της η τράπεζα συμπεραίνει πως το αποτέλεσμα του ιταλικού δημοψηφίσματος – περί συνταγματικής αναθεώρησης – της 4ης Δεκεμβρίου 2016, παράλληλα με το ήδη ασθενές εγχώριο τραπεζικό σύστημα (πολύ υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων), δημιουργούν συνθήκες αβεβαιότητας στη γείτονα χώρα.
Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Follow @j_koutroubis
Η τράπεζα σημειώνει πως η ιταλική οικονομία, η 3η μεγαλύτερη στην Ευρωζώνη, βρίσκεται σε καθεστώς στασιμότητας τα τελευταία 15 χρόνια. Τα νούμερα είναι αποκαλυπτικά. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης από +2,0% την περίοδο 1995-2001 συρρικνώθηκε στο -0,1% την περίοδο 2001 – 2015. Οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία από μια πιθανή συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ιταλία δύναται να διέλθουν μέσω δύο διαύλων.
Πρώτον, μέσω μείωσης των διμερών εμπορικών συναλλαγών και δεύτερον μέσω αύξησης του ρίσκου στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Το σύνολο των ελληνικών εξαγωγών εμπορευμάτων προς την Ιταλία ανήλθε στα €2,93 δις (σε τρέχουσες τιμές) το 2015. Το προαναφερθέν μέγεθος κατέταξε την ιταλική οικονομία στην πρώτη θέση απορρόφησης των ελληνικών εξαγωγών εμπορευμάτων. Το σχετικό μερίδιο διαμορφώθηκε στο 11,3%. Οι κλάδοι με την υψηλότερη βαρύτητα ήταν: ορυκτά καύσιμα και λιπαντικά (€615,5 εκατ., 21,0%), βιομηχανικά είδη (€544,4 εκατ., 18,6%), τρόφιμα και ζώα ζωντανά (€541,1 εκατ., 18,5%) και λάδια (463,1 εκατ., 15,8%).
Τέλος, οι εισαγωγές εμπορευμάτων από την Ιταλία διαμορφώθηκαν στα €3,6 δις (κυρίως χημικά προϊόντα, βιομηχανικά είδη, μηχανήματα και υλικό μεταφορών) και ως εκ τούτου το εμπορικό ισοζύγιο ήταν ελλειμματικό στα -€704,1 εκατ. Στον τομέα των υπηρεσιών, η εξάρτηση των ελληνικών εξαγωγών από την ιταλική οικονομία ήταν μικρότερη σε σύγκριση με αυτή των εμπορευμάτων.
Πιο αναλυτικά, οι ελληνικές υπηρεσίες που καταναλώθηκαν από οικονομικούς φορείς της Ιταλίας (νοικοκυριά, επιχειρήσεις και κυβέρνηση) διαμορφώθηκαν στα €1,04 δις ή στο 3,3% επί του συνόλου των εξαγωγών υπηρεσιών το 2014 (τελευταία διαθέσιμη παρατήρηση).
Τη μερίδα του λέοντος απέσπασαν οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες (€723,1 εκατ., 69,8%) και ακολούθησαν με αρκετά μικρότερο μερίδιο οι μεταφορές (€168,2 εκατ., 16,2%). Οι εισαγωγές υπηρεσιών από την ιταλική οικονομία ανήλθαν στα €748,8 εκατ. (40,7% μεταφορές) με το ισοζύγιο να διαμορφώνεται σε πλεόνασμα +287,4 εκατ. Εν κατακλείδι, η ζήτηση για ελληνικά αγαθά και υπηρεσίες από την ιταλική οικονομία προσεγγίζει τις 2 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ) του ΑΕΠ ή το 6,3% του συνόλου των εξαγωγών.
Όπως και με την περίπτωση του βρετανικού δημοψηφίσματος, θεωρούμε πως είναι πρόωρο για να κάνουμε εκτιμήσεις πιθανών απωλειών σε όρους εισοδήματος και απασχόλησης. Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν ένα γενικό πλαίσιο ανάλυσης των επιπτώσεων που μπορεί να έχει μια πιθανή συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ιταλία για την ελληνική οικονομία.
Όπως διαπιστώνεται, η ιταλική οικονομία συνεισέφερε το 11,32% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών εμπορευμάτων το 2015 (€2,93 δις σε τρέχουσες τιμές). Οι κλάδοι με την υψηλότερη σχετική βαρύτητα ήταν: τρόφιμα και ζώα ζωντανά (18,46%, €541,07 εκατ.), ορυκτά καύσιμα και λιπαντικά (21,00%, €615,48 εκατ.), λάδια και λίπη ζωικής ή φυτικής προέλευσης (15,80%, €463,14 εκατ.) και βιομηχανικά είδη (18,57%, €544,37 εκατ.).
Στον τομέα των εξαγωγών υπηρεσιών, η συνεισφορά της γείτονος χώρας διαμορφώθηκε στο 3,34% (επί του συνόλου) το 2014 (€1,04 δις). Οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες είχαν τη μερίδα του λέοντος με συμμετοχή της τάξης του 69,78% (€723,10 εκατ.).
Ως γνωστόν, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος – περί συνταγματικής αναθεώρησης – της 4ης Δεκεμβρίου 2016 παράλληλα με το ήδη ασθενές εγχώριο τραπεζικό σύστημα, δημιουργούν συνθήκες αβεβαιότητας οι οποίες δύναται να έχουν αρνητική επίδραση στην αναπτυξιακή πορεία της γείτονος χώρας.
Η Eurobank σημειώνει ότι η ιταλική οικονομία παραμένει σε καθεστώς «μηδενικής μεγέθυνσης» για σχεδόν μια 15ετία. Επίσης τονίζει πως προτού ξεκινήσουμε την παράθεση των στοιχείων των εξωτερικών συναλλαγών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ιταλία θεωρούμε χρήσιμο να παρουσιάσουμε την αναπτυξιακή πορεία των δύο χωρών (και του συνόλου της Ευρωζώνης) τα τελευταία 15 χρόνια.
Για τα έτη 2016, 2017 και 2018 χρησιμοποιούμε τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ). Εκτός από την πρωτοφανή, για ανεπτυγμένη οικονομία της αγοράς, ελληνική μεγάλη οικονομική ύφεση (the Greek Great Depression) δύο επιπλέον στοιχεία είναι άξια αναφοράς:
1ον η μη προσωρινή αρνητική απόκλιση της Ευρωζώνης από το μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης που ακολουθούσε μέχρι το 2007 και
2ον η παρατεταμένη (15ετής) στασιμότητα της ιταλικής οικονομίας.
Ο μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στην Ευρωζώνη από +2,53% την περίοδο 1995-2007 μειώθηκε στο ισχνό +0,43% την περίοδο 2007-2015. Στην Ιταλία, η μέση ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ από +1,96% την περίοδο 1995-2001 συρρικνώθηκε στο αρνητικό -0,11% την περίοδο 2001-2015. Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της ΕΕ, για τα έτη 2016, 2017 και 2018 ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στην Ευρωζώνη αναμένεται να διαμορφωθεί στο +1,84%, +1,61% και +1,75% αντίστοιχα.
Στην Ιταλία, η ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ εκτιμάται στο +0,71%, +0,90% και +1,00% για τα έτη 2016, 2017 και 2018 αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, οι προβλέψεις για την ελληνική οικονομία είναι για ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του -0,29% (2016), +2,74% (2017) και +3,12% (2018).
Ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση που επαληθευτούν οι προαναφερθείσες εκτιμήσεις, το 2018 θα υπάρχει σημαντική αρνητική απόκλιση ανάμεσα στο επίπεδο του πραγματικού ΑΕΠ της Ευρωζώνης, της Ιταλίας και της Ελλάδος και της τάσης της περιόδου 1995-2007.
Εν παραδείγματι, η Ευρωζώνη θα υπολείπεται κατά -39,22%, η Ελλάδα κατά -70,65% και η Ιταλία κατά -82,86. Δηλαδή, αν όλες οι προαναφερθείσες οικονομίες αναπτύσσονταν από το 1995 μέχρι το 2018 με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του +2,53% (τάση Ευρωζώνης 1995-2007) τότε το 2018 θα είχαν παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών κατά +77,55% υψηλότερη σε σχέση με το 1995.
Κλείνοντας, βάσει της απόδοσης τους μέχρι το 2015 και των προβλέψεων για τα επόμενα τρία έτη, η Ευρωζώνη αναμένεται να έχει αυξήσει την παραγωγή της κατά +46,77%, η Ελλάδα κατά +22,73% και η Ιταλία κατά +13,18%. Η εν λόγω αριθμητική άσκηση αποδεικνύει πως φαινομενικά μικρές διαφορές στους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης οδηγούν σε μεγάλες αποκλίσεις των επιπέδων του ΑΕΠ στη μακροχρόνια περίοδο.