Mία νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε πριν από λίγο καιρό από την τράπεζα Eurobank, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για 5ο συνεχές έτος η καταναλωτική δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών ήταν το 2016 υψηλότερη από το αντίστοιχο διαθέσιμο εισόδημα. Παράλληλα, η σημαντική αύξηση της δημόσιας αποταμίευσης που καταγράφηκε το 2016 (€5,5 δισ.) συνοδεύτηκε από μεγάλη πτώση της αντίστοιχης ιδιωτικής.
Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Follow @j_koutroubis
Πιο συγκεκριμένα, η Eurobank επισημαίνει ότι το επίπεδο της συνολικής ακαθάριστης αποταμίευσης στην ελληνική οικονομία, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στο ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα και την τελική καταναλωτική δαπάνη, διαμορφώθηκε σε ονομαστικούς όρους στα 17,4 δισ. ευρώ το 2016 παρουσιάζοντας οριακή αύξηση 272,1 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2015. Η εν λόγω μεταβολή προήλθε από τη διεύρυνση της δημόσιας αποταμίευσης (€5,5 δις) και από τη συρρίκνωση της ιδιωτικής (-€5,2 δις).
Σύμφωνα με τα στοιχεία των τριμηνιαίων μη χρηματοοικονομικών λογαριασμών θεσμικών τομέων της ελληνικής στατιστικής αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), το επίπεδο της συνολικής αποταμίευσης στην ελληνική οικονομία διαμορφώθηκε στα 17,4 δισ. ευρώ (σε ονομαστικούς όρους) ή στο 9,9% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2016. Η συνεισφορά του ιδιωτικού τομέα ανήλθε στα 12,5 δισ. ευρώ και της γενικής κυβέρνησης (δημόσιος τομέας) στα 4,9 δισ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά τους επί μέρους τομείς του ιδιωτικού τομέα, οι μη χρηματοοικονομικές εταιρείες και οι χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις πραγματοποίησαν αποταμιεύσεις της τάξης των €15,8 δις και €7,3 δις αντίστοιχα.
Αντιθέτως, στον τομέα των νοικοκυριών και ΜΚΙΕΝ (μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά) το επίπεδο της καταναλωτικής δαπάνης ήταν υψηλότερο από το αντίστοιχο του διαθέσιμου εισοδήματος για 5ο συνεχές έτος. Πιο αναλυτικά, η αποταμίευση που πραγματοποίησε ο εν λόγω θεσμικός τομέας ήταν αρνητική στα -€10,6 δις η’ -9,4% ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος.
Σε σύγκριση με το 2015 το επίπεδο της συνολικής αποταμίευσης στην ελληνική οικονομία αυξήθηκε κατά €272,1 εκατ. Στους επί μέρους θεσμικούς τομείς οι ετήσιες μεταβολές είχαν ως εξής: νοικοκυριά & ΜΚΙΕΝ -€2.464,3 εκατ., μη χρηματοοικονομικές εταιρείες -€3.263,8 εκατ., χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις +534,2 εκατ. και γενική κυβέρνηση +€5.466,0 εκατ. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η σημαντική αύξηση της δημόσιας αποταμίευσης αντισταθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη συρρίκνωση της ιδιωτικής (-5.193,9 εκατ.). Ως εκ τούτου, το συνολικό αποτέλεσμα ήταν οριακά θετικό.
Το προαναφερθέν φαινόμενο, δηλαδή η αύξηση της δημόσιας αποταμίευσης και παράλληλα η μείωση της ιδιωτικής, παρατηρείται στην ελληνική οικονομία από το 2009. Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της περιόδου 2009-2016, ο ιδιωτικός τομέας μείωσε τις αποταμιεύσεις του κατά -€24,9 δις (από €37,4 δις στα €12,5 δις) και ο δημόσιος τομέας τις αύξησε (μείωση των ελλειμμάτων) κατά 28,5 δις (από -€23,6 δις στα €4,9 δις). Το αποτέλεσμα για το σύνολο της οικονομίας ήταν η αύξηση του επιπέδου της εγχώριας αποταμίευσης κατά €3,5 δις. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μείωση του επιπέδου της αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα προήλθε κυρίως από τα νοικοκυριά & ΜΚΙΕΝ (-€22,0 δισ.). Ακολούθησαν οι μη χρηματοοικονομικές εταιρείες (-€8,0 δισ.), ενώ στις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις καταγράφηκε αύξηση της τάξης των €5,1 δις.
Μια πιθανή ερμηνεία των παραπάνω μεταβολών είναι η εξής: η επιτευχθείσα δημοσιονομική προσαρμογή –μια μορφή αύξησης των αποταμιεύσεων του κράτους- οδήγησε σε έναν βαθμό στη μείωση της ζήτησης (π.χ. αύξηση φόρων και μείωση δαπανών) και ως εκ τούτου στην πτώση της εγχώριας παραγωγής οπότε και των εισοδημάτων. Η τελευταία μεταβολή είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών.
Εν κατακλείδι, βάσει των προαναφερθέντων στοιχείων, τα γενικά συμπεράσματα που εξάγονται για την πορεία των αποταμιεύσεων στην ελληνική οικονομία έχουν ως κάτωθι:
(1) για 5ο συνεχές έτος η καταναλωτική δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών ήταν υψηλότερη από το αντίστοιχο διαθέσιμο εισόδημα (€0,2 δις το 2012, €5,5 δις το 2013, €4,6 δις το 2014, €8,2 δις το 2015 και €10,6 δις το 2016). Ο συγκεκριμένος τρόπος χρηματοδότησης ενός ποσοστού της ιδιωτικής κατανάλωσης δεν θεωρείται βιώσιμος στη μακροχρόνια περίοδο.
(2) η σημαντική αύξηση της δημόσιας αποταμίευσης που καταγράφηκε το 2016 (€5,5 δις) συνοδεύτηκε από μεγάλη πτώση της αντίστοιχης ιδιωτικής (-€5,2 δις). Συνεπώς, το αποτέλεσμα για το σύνολο της οικονομίας ήταν οριακά θετικό (€272,1 εκατ.).
(3) από τη στιγμή που εξαλείφθηκε το πολύ υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (μείωση του εξωτερικού δανεισμού), η χρηματοδότηση των επενδύσεων στην ελληνική οικονομία πραγματοποιείται αποκλειστικά με εθνικούς πόρους. Για παράδειγμα, το 2016, το ποσοστό αποταμίευσης διαμορφώθηκε στο 9,9% και της επένδυσης στο 10,5% (ως ποσοστό του ΑΕΠ). Η εν λόγω απόκλιση αντικατοπτρίζει το σχετικά μικρό έλλειμμα που καταγράφηκε στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το περασμένο έτος.